σμίλη: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α<br /><b>1.</b> χαλύβδινο ή σιδερένιο [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]], [[χάραξη]] ή [[απόξεση]] ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. [[κοπίδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>μσν.</b><br />αμπελουργικό [[μαχαιρίδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαχαιρίδιο]] υποδηματοποιού<br /><b>2.</b> [[μαχαιράκι]] για το [[ξύσιμο]] κοντυλιού ή μαχαιριού, [[κοντυλομάχαιρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σμί</i>-<i>λη</i>, με [[επίθημα]] -<i>λη</i>, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (<b>πρβλ.</b> <i>μή</i>-<i>λη</i>, <i>χη</i>-<i>λή</i>), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' [[επέκταση]] και για τον σιδηρουργό (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>smidr</i>, αγγλοσαξ. <i>smid</i> και τα νεώτερα: γερμ. <i>Schmied</i>, αγγλ. <i>smith</i>). Δυσερμήνευτο παραμένει το -<i>ī</i>- του τύπου, το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], θεωρείται αναλογικό [[προς]] τ. σε -<i>ῑλη</i>, -<i>ῑλο</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>smΐ</i>- «[[σμιλεύω]], [[κατεργάζομαι]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σμινύη]].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α<br /><b>1.</b> χαλύβδινο ή σιδερένιο [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για την [[κοπή]], [[χάραξη]] ή [[απόξεση]] ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. [[κοπίδι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου<br /><b>μσν.</b><br />αμπελουργικό [[μαχαιρίδιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαχαιρίδιο]] υποδηματοποιού<br /><b>2.</b> [[μαχαιράκι]] για το [[ξύσιμο]] κοντυλιού ή μαχαιριού, [[κοντυλομάχαιρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>σμί</i>-<i>λη</i>, με [[επίθημα]] -<i>λη</i>, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (<b>πρβλ.</b> <i>μή</i>-<i>λη</i>, <i>χη</i>-<i>λή</i>), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' [[επέκταση]] και για τον σιδηρουργό (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>smidr</i>, αγγλοσαξ. <i>smid</i> και τα νεώτερα: γερμ. <i>Schmied</i>, αγγλ. <i>smith</i>). Δυσερμήνευτο παραμένει το -<i>ī</i>- του τύπου, το οποίο, [[κατά]] μία [[άποψη]], θεωρείται αναλογικό [[προς]] τ. σε -<i>ῑλη</i>, -<i>ῑλο</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο <i>sm</i><i>ē</i><i>i</i>- / <i>smΐ</i>- «[[σμιλεύω]], [[κατεργάζομαι]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σμινύη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σμίλη:''' [ῑ], ἡ, είδος μαχαιριού που χρησιμοποιείται στην [[κοπή]], στη [[γλυπτική]] ή το [[κλάδεμα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[εργαλείο]] γλυπτικής, [[σμίλη]], [[γλύφανο]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῑλη Medium diacritics: σμίλη Low diacritics: σμίλη Capitals: ΣΜΙΛΗ
Transliteration A: smílē Transliteration B: smilē Transliteration C: smili Beta Code: smi/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A knife for cutting or carving, Ar. Th.779, Pl.R.353a, Babr.98.13; graving tool, sculptor's chisel, AP7.429 (Alc.); surgeon's knife or lancet (cf. φλεβοτόμος), Luc.Ind.29, Poll.4.181; shoemaker's knife, Pl.Alc.1.129c, Herod.7.119; vinedresser's pruning-knife, Gp.5.35.1 (but v. Pl. R.353a); penknife, AP6.67 (Jul.), etc.: cf. σμῖλα.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, Messer, Kneif zum Schneiden, Schnitzmesser, Ar. Th. 779, Plat. Rep. I, 333 a; Federmesser, scalper, scalprum, ein Werkzeug der Bildhauer, Wundärzte, Schuster, Alc. Mess. 21 (VII, 429), Phil. Th. 17 (VI, 62), Iul. Aeg. 10 (VI, 67), Ep. ad. 413 (Plan. 15*). Vgl. σμῖλα.

Greek (Liddell-Scott)

σμίλη: [ῑ], ἡ, μαχαίριον πρὸς γλυφὴν ἢ κλάδευμα, Λατ. scalp…um, Ἀριστοφ. Θεσμ. 779, Πλάτ. Πολ. 353Α, Βαβρ. 98. 13· ἐργαλεῖον χαρακτικόν, ἐργαλεῖον γλύπτου, Ἀνθ. Π. 7. 429· χειρουργοῦ μαχαίριον (πρβλ. φλεβοτόμος), Λουκ. πρ. Ἀπαίδ. 29, Πολυδ. Δ΄, 181· μαχαίριον ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 129C· μαχαίριον ἀμπελουργοῦ ἐν Γεωπ. 5. 35, 1 (ἀλλ’ ἴδε Πλάτ. Πολ. 353Α)· κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 67, κτλ.· - πρβλ. σμῖλα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
instrument pour tailler, particul. bistouri ou lancette de chirurgien.
Étymologie: R. Σμα, frotter, gratter ; cf. σμάω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σμῑλα Α
1. χαλύβδινο ή σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή, χάραξη ή απόξεση ξύλου, μαρμάρου, μετάλλου κ.ά υλικών, κν. κοπίδι
2. είδος χειρουργικού εργαλείου
μσν.
αμπελουργικό μαχαιρίδιο
αρχ.
1. μαχαιρίδιο υποδηματοποιού
2. μαχαιράκι για το ξύσιμο κοντυλιού ή μαχαιριού, κοντυλομάχαιρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σμί-λη, με επίθημα -λη, που απαντά και σε άλλα ον. εργαλείων (πρβλ. μή-λη, χη-λή), προέρχεται πιθ. από κάποιον ρηματ. τ., στον οποίο ανάγονται και ορισμένοι τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για τον ξυλουργό και κατ' επέκταση και για τον σιδηρουργό (πρβλ. αρχ. νορβ. smidr, αγγλοσαξ. smid και τα νεώτερα: γερμ. Schmied, αγγλ. smith). Δυσερμήνευτο παραμένει το -ī- του τύπου, το οποίο, κατά μία άποψη, θεωρείται αναλογικό προς τ. σε -ῑλη, -ῑλο-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, δικαιολογείται από την ύπαρξη μιας ΙΕ ρίζας με μακρά δίφθογγο smēi- / smΐ- «σμιλεύω, κατεργάζομαι με αιχμηρό αντικείμενο» (βλ. και λ. σμινύη.

Greek Monotonic

σμίλη: [ῑ], ἡ, είδος μαχαιριού που χρησιμοποιείται στην κοπή, στη γλυπτική ή το κλάδεμα, σε Πλάτ. κ.λπ.· εργαλείο γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο, σε Ανθ.