συγκαταλύω: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλύω]] [[μαζί]], [[καταστρέφω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στην Αθήνα) [[ανατρέπω]] το δημοκρατικό [[πολίτευμα]]<br /><b>3.</b> [[συντελώ]] στην [[ελάττωση]]<br /><b>4.</b> [[καταλύω]] με κάποιον στο ίδιο [[πανδοχείο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκαταλύω]] τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — [[θέτω]] [[τέρμα]] στη ζωή μου [[μαζί]] με άλλον (Δίον. Αλ.). | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλύω]] [[μαζί]], [[καταστρέφω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στην Αθήνα) [[ανατρέπω]] το δημοκρατικό [[πολίτευμα]]<br /><b>3.</b> [[συντελώ]] στην [[ελάττωση]]<br /><b>4.</b> [[καταλύω]] με κάποιον στο ίδιο [[πανδοχείο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκαταλύω]] τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — [[θέτω]] [[τέρμα]] στη ζωή μου [[μαζί]] με άλλον (Δίον. Αλ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκαταλύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμμετέχω]] ή [[βοηθώ]] στην [[καταστροφή]] ή την [[κατάλυση]], <i>τὸν δῆμον</i>, σε Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Th.8.68, And.1.101, Lys.16.5; put down also, κἀκεῖνον Plu.Pomp.67; σ. βίον ἅμα τινί D.H.Isoc.1; help to reduce, πληθώραν Gal.18(1).725; σ. τὴν δύναμιν ἑαυτῷ Id.15.607, cf. 16.598 (Pass.). II intr., halt or stop for the night together, Plu.2.94a. 2 cease together with, Lib.Or.64.118.
German (Pape)
[Seite 965] mit od. zugleich auflösen; τὸν δῆμον, die demokratische Verfassung aufheben, Thuc. 8, 68; Lys. 16, 5. 30, 15, – intrans., mit einkehren, Plut. de am. mult. p. 290.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταλύω: καταλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω ὁμοῦ, ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., καταλύω μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, ὥσπερ νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες ἅπαξ ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.
French (Bailly abrégé)
1 tr. aider à dissoudre, à détruire;
2 intr. faire une halte, s’arrêter qqe part avec qqn.
Étymologie: σύν, καταλύω.
Greek Monolingual
Α
1. καταλύω μαζί, καταστρέφω μαζί
2. (ιδίως στην Αθήνα) ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα
3. συντελώ στην ελάττωση
4. καταλύω με κάποιον στο ίδιο πανδοχείο
5. φρ. «συγκαταλύω τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — θέτω τέρμα στη ζωή μου μαζί με άλλον (Δίον. Αλ.).
Greek Monolingual
Α
1. καταλύω μαζί, καταστρέφω μαζί
2. (ιδίως στην Αθήνα) ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα
3. συντελώ στην ελάττωση
4. καταλύω με κάποιον στο ίδιο πανδοχείο
5. φρ. «συγκαταλύω τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — θέτω τέρμα στη ζωή μου μαζί με άλλον (Δίον. Αλ.).
Greek Monotonic
συγκαταλύω: μέλ. -σω, συμμετέχω ή βοηθώ στην καταστροφή ή την κατάλυση, τὸν δῆμον, σε Θουκ. κ.λπ.