σφάγιος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α [[σφαγή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σφαγή]]<br /><b>2.</b> [[φονικός]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολέθριος]], [[θανατηφόρος]] («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφαγία</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφαγία<br />ἡ τῆς ιερουργίας [[ἡμέρα]]»<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σφάγιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σφάγιος]] [[μόρος]]» — [[σφαγή]] (<b>Σοφ.</b>). | |mltxt=-ία, -ον, Α [[σφαγή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σφαγή]]<br /><b>2.</b> [[φονικός]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ολέθριος]], [[θανατηφόρος]] («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφαγία</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφαγία<br />ἡ τῆς ιερουργίας [[ἡμέρα]]»<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σφάγιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[σφάγιος]] [[μόρος]]» — [[σφαγή]] (<b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σφάγιος:''' -α, -ον ([[σφάζω]]), αυτός που σφαγιάζει, ο [[σφακτικός]], [[δολοφονικός]]· [[σφάγιος]] [[μόρος]], [[σφαγή]], [[φόνος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A slaying, slaughtering, σ. μόρος slaughter, S.Ant.1291 (lyr.); fatal, deadly, Hp.Fract.35; σ. ξίφεα Man.1.316. II σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα, Hsch. III of the throat, σύριγγες Max.169.
Greek (Liddell-Scott)
σφάγιος: -α, -ον, ὁ σφακτικός, φόνιος, σφ. μόρος, σφαγή, φόνος, Σοφ. Ἀντ. 1291· ὀλέθριος, θανατηφόρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· σφ. ξίφεα Μανέθων 1. 316. ΙΙ. παρ’ Ἡσυχ. «σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα».
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui se fait par égorgement.
Étymologie: σφαγή.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α σφαγή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγή
2. φονικός
3. (κατ' επέκτ.) ολέθριος, θανατηφόρος («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαγία
(κατά τον Ησύχ.) «σφαγία
ἡ τῆς ιερουργίας ἡμέρα»
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. σφάγιο
6. φρ. «σφάγιος μόρος» — σφαγή (Σοφ.).
Greek Monotonic
σφάγιος: -α, -ον (σφάζω), αυτός που σφαγιάζει, ο σφακτικός, δολοφονικός· σφάγιος μόρος, σφαγή, φόνος, σε Σοφ.