συντομία: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σύντομος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συντόμου, [[βραχύτητα]] («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[σημείο]] απλούστευσης μουσικής [[γραφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βραχυλογία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] συντομίας» — για [[οικονομία]] χρόνου<br />β) «εν [[συντομία]]» — με [[λίγα]] [[λόγια]], [[σύντομα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαίρεση]], [[διάσπαση]] («[[ὥστε]] μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σύντομος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συντόμου, [[βραχύτητα]] («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> [[σημείο]] απλούστευσης μουσικής [[γραφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βραχυλογία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάριν]] συντομίας» — για [[οικονομία]] χρόνου<br />β) «εν [[συντομία]]» — με [[λίγα]] [[λόγια]], [[σύντομα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διαίρεση]], [[διάσπαση]] («[[ὥστε]] μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντομία:''' ἡ, [[βραχύτητα]], [[συντομία]], σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντομία Medium diacritics: συντομία Low diacritics: συντομία Capitals: ΣΥΝΤΟΜΙΑ
Transliteration A: syntomía Transliteration B: syntomia Transliteration C: syntomia Beta Code: suntomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A conciseness, λόγων Pl. Phdr.267b, cf. Lycurg.102, Arist.Rh.1407b28, Phld.Rh.1.176S., Gal.6.458.    II simplicity, in Music, Philoch.66.

Greek (Liddell-Scott)

συντομία: ἡ, (σύντομος ΙΙ) ὡς καὶ νῦν, βραχύτης, λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267Β, πρβλ. Λυκοῦργ. 161. 44, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 6, 1. ΙΙ. ἀμφίβ. ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀθήν. 638Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
concision, brièveté.
Étymologie: σύντομος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ σύντομος
1. η ιδιότητα του συντόμου, βραχύτητα («οἱ νόμοι διὰ τὴν συντομίαν οὐ διδάσκουσιν, ἀλλ' ἐπιτάττουσιν ἅ δεῑ ποιεῑν», Λυκούργ.)
2. μουσ. σημείο απλούστευσης μουσικής γραφής
νεοελλ.
1. βραχυλογία
2. φρ. α) «χάριν συντομίας» — για οικονομία χρόνου
β) «εν συντομία» — με λίγα λόγια, σύντομα
μσν.-αρχ.
διαίρεση, διάσπασηὥστε μηδεμίαν... τῆς ἑνότητος συντομίαν περιεργαζεσθαι», Κώδ. Αφρ.).

Greek Monotonic

συντομία: ἡ, βραχύτητα, συντομία, σε Πλάτ., Αριστ.