τρίγονος: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε [[τρίτος]], ο [[τριτότοκος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τρίγονοι</i>, -<i>α</i><br />[[τρεις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>γονος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε [[τρίτος]], ο [[τριτότοκος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τρίγονοι</i>, -<i>α</i><br />[[τρεις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>γονος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίγονος:''' -ον ([[γίγνομαι]]), [[τριπλά]] γεννημένος· στον πληθ. [[απλώς]] = [[τρεῖς]], [[τρία]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(proparox.), ον,
A thrice-born, Διόνυσος Orph.H.30.2. II in pl. simply = τρεῖς, three, τέκνα τ. E.HF1023; κόραι τ. Id.Ion 496 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 1142] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγονος: -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, Διόνυσος Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἁπλῶς = τρεῖς, τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ τρεῖς».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 engendré trois fois (Bacchus);
2 pl. engendré au nombre de trois.
Étymologie: τρεῖς, γίγνομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος
2. στον πληθ. τρίγονοι, -α
τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί-γονος].
Greek Monotonic
τρίγονος: -ον (γίγνομαι), τριπλά γεννημένος· στον πληθ. απλώς = τρεῖς, τρία, σε Ευρ.