τιμοκρατία: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />πολιτικό [[σύστημα]] της αρχαίας Ελλάδας [[κατά]] το οποίο η [[συμμετοχή]] τών πολιτών στη [[διακυβέρνηση]] ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πολίτευμα]] στο οποίο [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]] [[είναι]] η [[εντιμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κράτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-<i>κρατία</i>].
|mltxt=η, ΝΑ<br />πολιτικό [[σύστημα]] της αρχαίας Ελλάδας [[κατά]] το οποίο η [[συμμετοχή]] τών πολιτών στη [[διακυβέρνηση]] ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[πολίτευμα]] στο οποίο [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]] [[είναι]] η [[εντιμότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κράτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>πρβλ.</b> [[δημο]]-<i>κρατία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῑμοκρᾰτία:''' ἡ ([[κρατέω]])·<br /><b class="num">I.</b> πολιτειακό [[σύστημα]] στο οποίο η [[περιουσία]] είναι [[κριτήριο]] εξουσίας και τα αξιώματα κατανέμονται βάσει αυτής, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολιτεία]] στην οποία άρχει η [[αγάπη]] για τα αξιώματα, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμοκρᾰτία Medium diacritics: τιμοκρατία Low diacritics: τιμοκρατία Capitals: ΤΙΜΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: timokratía Transliteration B: timokratia Transliteration C: timokratia Beta Code: timokrati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A state in which the love of honour is the ruling principle, expld. by Pl. as ἡ φιλότιμος πολιτεία. R.545b; cf. τιμαρχία.    II state in which honours are distributed according to a rating of property, timocracy, Arist.EN1160a36,b17.

German (Pape)

[Seite 1116] ἡ, bei Plat. Rep. VIII, 545 c u. öfter, ein Staat, dessen Grundlage die Ehre ist; bei Arist. eth. 8, 10 ein Staat, in welchem die Aemter u. Ehrenstellen nach der Schätzung des Vermögens, nach dem Census vertheilt werden.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμοκρᾰτία: ἡ πολιτεία ἐν ᾗ ἡ πρὸς τὴν τιμὴν ἀγάπη εἶναι ἡ διοικοῦσα ἀρχή, ἑρμηνεύεται δὲ παρὰ Πλάτ. ὡς, ἡ φιλότιμος πολιτεία, Πολ. 545Β, πρβλ. τιμαρχία. ΙΙ. πολίτευμα, καθ’ ὃ τὰ ἀξιώματα διανέμονται ἀναλόγως πρὸς τὴν διατίμησιν τῆς περιουσίας, κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 1 καὶ 3, = ἡ ἐκ τιμημάτων πολιτεία, ἣν ὁ Πλάτ. (Πολ. 550C) καλεῖ ὀλιγαρχίαν, ὁ δὲ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 6, 12) πλουτοκρατίαν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 État dans lequel l’amour des honneurs est le principal mobile;
2 État où le pouvoir appartient aux citoyens possesseurs d’un certain revenu.
Étymologie: τιμή, κρατέω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
πολιτικό σύστημα της αρχαίας Ελλάδας κατά το οποίο η συμμετοχή τών πολιτών στη διακυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση
αρχ.
το πολίτευμα στο οποίο καθοριστικός παράγοντας είναι η εντιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].

Greek Monotonic

τῑμοκρᾰτία: ἡ (κρατέω
I. πολιτειακό σύστημα στο οποίο η περιουσία είναι κριτήριο εξουσίας και τα αξιώματα κατανέμονται βάσει αυτής, σε Πλάτ.
II. πολιτεία στην οποία άρχει η αγάπη για τα αξιώματα, σε Αριστ.