ὑπεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκτρέπω]]<br /><b>1.</b> [[εκτρέπω]] βαθμιαία ή [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκτρέπομαι</i><br />[[κάνω]] στο πλάι, [[πηγαίνω]] [[παράμερα]], αποσύρομαι («ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐκτρέπω]]<br /><b>1.</b> [[εκτρέπω]] βαθμιαία ή [[κρυφά]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεκτρέπομαι</i><br />[[κάνω]] στο πλάι, [[πηγαίνω]] [[παράμερα]], αποσύρομαι («ταύτην μὲν [[ἅπας]] φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[γυρίζω]], [[μεταστρέφω]] σταδιακά ή [[μυστικά]] από [[κάτι]], <i>τί τινος</i>, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., <i>ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν</i>, [[άρνηση]], [[αρνούμαι]] να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] προς [[σωτηρία]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκτρέπω Medium diacritics: ὑπεκτρέπω Low diacritics: υπεκτρέπω Capitals: ΥΠΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: hypektrépō Transliteration B: hypektrepō Transliteration C: ypektrepo Beta Code: u(pektre/pw

English (LSJ)

   A turn gradually or secretly from a thing, τῶν δ' ὑ. πόδα S.Tr.549:—Med., turn aside from, c. acc., Pl.Phd.108b: c. inf., ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν decline the task of helping... S.OC566.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. τρέπω), allmälig u. heimlich abwenden, τινός, von Etwas, τῶν δ' ὑπεκτρέπει πόδα Soph. Tr. 546. – Med. sich aus dem Wege abwenden, aus dem Wege gehen, vermeiden; ὥςτε ξένον γ' ἂν οὐδὲν ὄνθ' ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Soph. O. C. 572; ταύτην ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται Plat. Phaed. 108 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκτρέπω: ἐκτρέπω κατ’ ὀλίγον ἢ κρυφίως ἔκ τινος πράγματος, τῶν δ’ ὑπεκτρέπει πόδα Σοφ. Τρ. 549. ― Μέσ., ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται, καὶ στρέφει τὰ νῶτα πρὸς αὐτήν, ἀποσύρεται τῆς ὁδοῦ ὅπως μὴ συναντήσῃ αὐτήν, Πλάτ. Φαίδων 108Β· μετ’ ἀπαρ., ὥστε ξένον γ’ ἂν οὐδέν’... ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσώζειν Σοφ. Ο. Κ. 566.

French (Bailly abrégé)

détourner doucement : πόδα τινός SOPH le pied de qch;
Moy. ὑπεκτρέπομαι (inf. ao.2 ὑπεκτραπέσθαι) se détourner de, éviter, acc. ou inf..
Étymologie: ὑπό, ἐκτρέπω.

Greek Monolingual

Α ἐκτρέπω
1. εκτρέπω βαθμιαία ή κρυφά
2. μέσ. ὑπεκτρέπομαι
κάνω στο πλάι, πηγαίνω παράμερα, αποσύρομαι («ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ὑπεκτρέπω: μέλ. -ψω, γυρίζω, μεταστρέφω σταδιακά ή μυστικά από κάτι, τί τινος, σε Σοφ. — Μέσ., απομακρύνομαι, αποσύρομαι, τραβιέμαι στο πλάι από, με αιτ., σε Πλάτ.· με απαρ., ὑπεκτραποίμην μὴ οὐ συνεκσῴζειν, άρνηση, αρνούμαι να προσφέρω βοήθεια προς σωτηρία, σε Σοφ.