ἐξορθιάζω: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξορθιάζω:''' [[υψώνω]] τη [[φωνή]], [[φωνάζω]], [[κραυγάζω]] [[δυνατά]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἐξορθιάζω:''' [[υψώνω]] τη [[φωνή]], [[φωνάζω]], [[κραυγάζω]] [[δυνατά]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξορθιάζω:''' <b class="num">1)</b> возвышать голос, восклицать, громогласно возвещать Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> выпрямлять(ся) (τινί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A lift up the voice, cry aloud, A.Ch.271. II intr., stand erect, Plu.2.371f.
German (Pape)
[Seite 887] gerade aufrichten, ἄγαλμα ἐξορθιάζον τῷ αἰδοίῳ Plut. Is. et Os. 51, mit aufgerichtetem Gliede. – Bei Aesch. Ch. 269 = mit lauter Stimme ausrufen, verkünden.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορθιάζω: βοῶ μεγαλοφώνως, κἀξορθιάζων, «ἀνατεταμένα βοῶ» (Σχόλ.), Αἰσχ. Χο. 271. ΙΙ. μεταφ., ἔχω τι ὄρθιον, ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ, μὲ ὄρθιον αἰδοῖον, περὶ τοῦ ἀγάλματος τοῦ Ὀσίριδος, Πλουτ. 2. 371F.
French (Bailly abrégé)
1 élever la voix, prononcer en s’écriant, acc.;
2 intr. se dresser, se raidir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθιάζω.
Greek Monolingual
ἐξορθιάζω (Α)
1. φωνάζω δυνατά, διακηρύσσω
2. φρ. «ἐξορθιάζων τῷ αἰδοίῳ» — με σηκωμένο το πέος (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ορθιάζω «φωνάζω με οξεία φωνή» (< όρθιος < ορθός)].
Greek Monotonic
ἐξορθιάζω: υψώνω τη φωνή, φωνάζω, κραυγάζω δυνατά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορθιάζω: 1) возвышать голос, восклицать, громогласно возвещать Aesch.;
2) выпрямлять(ся) (τινί Plut.).