κονέω: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόνις]]), [[σηκώνω]] [[σκόνη]] στο πέρασμά μου· επείγομαι, [[σπεύδω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόνις]]), [[σηκώνω]] [[σκόνη]] στο πέρασμά μου· επείγομαι, [[σπεύδω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κονέω:''' досл. поднимать пыль, перен. спешить, торопиться Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(κόνις)
A raise dust: hence, hasten, Hsch.; = ὑπηρετεῖν, EM 268.29: elsewh. only in compd. ἐγκονέω.
German (Pape)
[Seite 1480] Staub erregen, besonders durch schnelles Laufen, also eilen. VLL. So hat Jacobs Asclpds. 37 (XIII, 23) emendirt. Vgl. ἐγκονέω.
Greek (Liddell-Scott)
κονέω: (κόνις) ἐγείρω κόνιν, κονιορτόν· καθόλου, ἐπείγομαι, σπεύδω, «κόνει· σπεῦδε, τρέχε» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 268. 29· ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἰακωψίου ἐν Ἀνθ. Π. 13. 23· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐγκονέω· διότι τὸ διᾱκονέω εἶναι ἐξ ἄλλης ῥίζης, ἴδε ἐν λέξ. διάκονος.
French (Bailly abrégé)
1 soulever de la poussière en courant;
2 courir, se hâter.
Étymologie: κόνις.
Greek Monolingual
κονέω (Α) κόνις
1. σηκώνω σκόνη
2. (κατά τον Ησύχ.) α) τρέχω
β) ενεργώ
γ) αισθάνομαι
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) υπηρετώ.
Greek Monotonic
κονέω: μέλ. -ήσω (κόνις), σηκώνω σκόνη στο πέρασμά μου· επείγομαι, σπεύδω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κονέω: досл. поднимать пыль, перен. спешить, торопиться Anth.