σφυρόν: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(6) |
(4b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφῠρόν:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[αστράγαλος]] του ποδιού, [[κότσι]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[πρόποδες]] βουνού, σε Πίνδ., Ανθ.· επίσης, Λιβύας [[ἄκρον]] [[σφυρόν]], το ανώτατο και πιο απομακρυσμένο [[άκρο]] της Λιβύης, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''σφῠρόν:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[αστράγαλος]] του ποδιού, [[κότσι]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[πρόποδες]] βουνού, σε Πίνδ., Ανθ.· επίσης, Λιβύας [[ἄκρον]] [[σφυρόν]], το ανώτατο και πιο απομακρυσμένο [[άκρο]] της Λιβύης, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφῠρόν:''' τό<b class="num">1)</b> лодыжка (κνῆμαι τ᾽ ἠδὲ σφυρά Hom.): τὸ [[ἔσχατον]] ἀντικνημίου σ. (ἐστιν) Arst. передний край голени называется лодыжкой; αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά NT ступни и лодыжки, т. е. ноги;<br /><b class="num">2)</b> нога, пята, ступня (βαίνειν σφυρῷ κούφῳ Eur.);<br /><b class="num">3)</b> подножие, подошва Pind.: Ὀρβηλοῖο παρὰ σ. Anth. у подошвы (горы) Орбел;<br /><b class="num">4)</b> оконечность, конец, край (Λέσβοιο Anth.): Λιβύης [[ἄκρον]] σ. Theocr. окраина Ливии. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A ankle, κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρά Il.4.147, cf. 518, Hp.Loc. Hom.6; ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης Il.22.397; ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ (metaph.) Pi.I.7(6).13; βαίνουσα . . σ. κούφῳ E. Alc.586 (lyr.); μονόχαλα σ., of a horse, Id.IA225 (lyr.); τὸ σ. ἐξεκόκκισε put out his ankle, Ar.Ach.1179; τὸ ἔσχατον ἀντικνημίου σ. Arist.HA494a10; σ. Ἰφίκλειον the ankle of Iphiclus (the runner), Call.Aet.3.1.46. II metaph., the lower part or edge, foothills, of a mountain, ἐν Παλίου σφυροῖς Pi.P.2.46, cf. AP6.114 (Simm.), 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.165, etc.; Λιβύας ἄκρον σφυρόν the very furthest part of Libya, Theoc.16.77; σ. νήσων Musae.45; ὕλης Nonn.D.2.1.
German (Pape)
[Seite 1052] τό, 1) der Knöchel am Fuße; τὸν ποδὸς ἕλκε δησάμενος τελαμῶνι παρὰ σφυρόν, Il. 17, 290, vgl. 4, 518; ib. 147 stehen neben einander μηροὶ εὐφυέες, κνῆμαί τ' ἠδὲ σφυρὰ κάλ' ὑπένερθεν; vgl. noch 22, 397 ποδῶν τέτρηνε τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης; Eur. Phoen. 26; Ar. Vesp. 276; bei Dichtern auch die Ferse u. der Fuß übh., σφυρῷ κούφῳ Eur. Alc. 589. – 2) übertr., jedes unterste, äußerste Ende, das Fußende, bes. der Fuß eines Berges; Pind. ἐν Παλίου σφυροῖς, P. 2, 46; ἀποικίαν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ, I. 6, 13; vgl. Theocr. 16, 77; – ἀνώτερον τοῦ σφυροῦ λέγειν, Ath. VIII, 351 a. – Die Verwandtschaft mit σφῦρα bestätigt das lat. malleus, malleolus pedis.
Greek (Liddell-Scott)
σφῠρόν: τό, τὸ κοινῶς καλούμενον «κότσι», κνῆμαί τ’ ἠδὲ σφυρά, «τὰ ἀπολήγοντα μέρη πρὸς τῷ ἀστραγάλῳ, καὶ ἐκ πλαγίων ἐξέχοντα τῆς κνήμης καὶ τῆς πτέρνης» (Σχόλ.), «τὰ περὶ τοὺς ἀστραγάλους, αἱ περιφέρειαι τῶν ποδῶν» Ἡσύχ.), Ἰλ. Δ. 147, πρβλ. 518· ποδῶν τένοντε ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης Χ. 397· ὀρθῷ στῆσαι ἐπὶ σφυρῷ (μεταφορ.), Πινδ. Ι. 7 (6), 19· βαίνουσα... σφ. κούφῳ Εὐρ. Ἄλκ. 586· σφ. μονόχηλον, ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Ι. Α. 225 τὸ σφ. ἐξεκόκκισε, ἐξήρθρωσε τὸ σφυρόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179· τὸ ἔσχατον ἀντικνημίου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 5. ΙΙ. μεταφορ., τὸ κατώτατον μέρος ἢ ἄκρον, οἱ πρόποδες ὄρους, «τῶν ὀρῶν τὰ ἐπίπεδα καὶ κατώτατα» (Ἡσύχ.)· ἐν Παλίου σφυροῖς Πινδ. Π. 2. 85, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 114., 7. 501, Νόνν. κλπ.· ὡσαύτως, Λιβύας ἄκρον σφυρόν, τὸ ἀνώτατον μέρος τῆς Λιβύης, Θεόκρ. 16. 77· σφ. νήσων Μουσαῖ. 45· ὕλης Νόνν. Δ. 2. 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
1 cheville du pied;
2 p. ext. talon ; pied ; fig. extrémité d’un pays, d’une île.
Étymologie: DELG σπαίρω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
σφῠρόν
a spur, foothill ἐν Παλίου σφυροῖς (P. 2.46)
b ankle met. ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (ἐπ' ἀσφαλοῦς Σ.) (I. 7.13)
English (Strong)
neuter of a presumed derivative probably of the same as sphaira (a ball, "sphere"; compare the feminine sphura, a hammer); the ankle (as globular): ancle bone.
English (Thayer)
σφυρού, τό, from Homer down, the ankle (A. V. anklebone): T WH σφυδρόν, which see).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σφυρό.
Greek Monotonic
σφῠρόν: τό,
I. αστράγαλος του ποδιού, κότσι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
II. μεταφ., πρόποδες βουνού, σε Πίνδ., Ανθ.· επίσης, Λιβύας ἄκρον σφυρόν, το ανώτατο και πιο απομακρυσμένο άκρο της Λιβύης, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
σφῠρόν: τό1) лодыжка (κνῆμαι τ᾽ ἠδὲ σφυρά Hom.): τὸ ἔσχατον ἀντικνημίου σ. (ἐστιν) Arst. передний край голени называется лодыжкой; αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά NT ступни и лодыжки, т. е. ноги;
2) нога, пята, ступня (βαίνειν σφυρῷ κούφῳ Eur.);
3) подножие, подошва Pind.: Ὀρβηλοῖο παρὰ σ. Anth. у подошвы (горы) Орбел;
4) оконечность, конец, край (Λέσβοιο Anth.): Λιβύης ἄκρον σ. Theocr. окраина Ливии.