σφυδρόν
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
τό, = σφυρόν, Act.Ap.3.7 (v.l. σφυρά), PFlor.391.53,56 (iii A.D.): = circumtallum, Glossaria: σφυδρά· ἡ περιφέρεια τῶν ποδῶν, Hsch.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το σφυρό
2. στον πληθ. (τὰ) σφυδρά
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ περιφέρεια τῶν ποδῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί σφυρόν σχηματισμένος κατ' επίδραση του επιθ. σφοδρός, ενώ, κατ' άλλη άποψη, της μτχ. σφυδῶν (βλ. λ. σφυδῶ)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφυδρόν -οῦ, τό, zie σφυρόν.
Chinese
原文音譯:sfurÒn 士廢朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:踝
字義溯源:踝,踵,踝子骨;或出自(σφάγιον)X=球*)。比較: (σφραγίς)X=鎚*
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 踝子骨(1) 徒3:7