κόσος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κόσος:''' -η, -ον, Ιων. και Αιολ. αντί [[πόσος]]. | |lsmtext='''κόσος:''' -η, -ον, Ιων. και Αιολ. αντί [[πόσος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόσος:''' ион. = [[πόσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Ion.for πόσος.
German (Pape)
[Seite 1493] η, ον, ion. = πόσος.
Greek (Liddell-Scott)
κόσος: -η, -ον, Ἰων. καὶ Αἰολ. πόσος· ὡς κότε,..κοῦ, κω, κῶς, ἀντὶ πότε, ποῦ, πω, πῶς, οὕτω ὁκόσος, ὁκότερος, ὁκότε, ὅκως, κοῖος, ἀντὶ ὁπόσος, ὁπότερος, ὁπότε, ὅπως, ποῖος. ― Πρβλ. πόσος ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
ion. c. πόσος.
Greek Monolingual
κόσος, -η, -ον (Α)
(ιων. και αιολ. τ.) βλ. πόσος.
Greek Monotonic
κόσος: -η, -ον, Ιων. και Αιολ. αντί πόσος.
Russian (Dvoretsky)
κόσος: ион. = πόσος.