συμπαρατρέφω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπαρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] ή [[διατηρώ]], [[φροντίζω]] συγχρόνως, λέγεται για σκύλους κι άλλα ζώα, σε Ξεν. | |lsmtext='''συμπαρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] ή [[διατηρώ]], [[φροντίζω]] συγχρόνως, λέγεται για σκύλους κι άλλα ζώα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαρατρέφω:''' вместе или одновременно выкармливать (θηρία Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A bring up or keep at the same time, of wild animals kept for hunting, X.Oec.5.5.
German (Pape)
[Seite 985] (s. τρέφω), mit dabei ernähren, aufziehen, Xen. Oec. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρατρέφω: ἀνατρέφω ἢ διατηρῶ συγχρόνως, καὶ κυσὶν εὐπέτειαν τῆς τροφῆς παρέχουσα, καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα Ξεν. Οἰκ. 5, 5, πρβλ. Schäf εἰς Γρηγ. Κορίνθ. σ. 1040.
French (Bailly abrégé)
nourrir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρατρέφω.
Greek Monolingual
Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].
Greek Monolingual
Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].
Greek Monotonic
συμπαρατρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω ή διατηρώ, φροντίζω συγχρόνως, λέγεται για σκύλους κι άλλα ζώα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρατρέφω: вместе или одновременно выкармливать (θηρία Xen.).