ἀβασάνιστος: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβᾰσάνιστος:''' -ον ([[βασανίζω]]), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, [[αβασάνιστος]]· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, [[ανεξέταστος]], [[αδοκίμαστος]], σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἀβασανίστως]], [[χωρίς]] [[εξακρίβωση]], [[ανάκριση]], [[χωρίς]] έλεγχο, [[ερώτηση]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀβᾰσάνιστος:''' -ον ([[βασανίζω]]), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, [[αβασάνιστος]]· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, [[ανεξέταστος]], [[αδοκίμαστος]], σε Πλούτ.· επίρρ. [[ἀβασανίστως]], [[χωρίς]] [[εξακρίβωση]], [[ανάκριση]], [[χωρίς]] έλεγχο, [[ερώτηση]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβᾰσάνιστος:''' <b class="num">1)</b> неисследованный, неиспытанный (ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не подвергаемый пыткам, т. е. неприкосновенный (τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἱερέως Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not tortured, ἀ. θνῄσκειν J.BJ1.32.3, cf. Plu.2.275c; κημοῖς ὑπερῴαν ἀ. Ael.NA13.9. Adv. -τως without pain, βλέπειν τὸν ἥλιον ib. 10.14. 2 untried, unexamined, ἀ. τι ἐᾶσαι Antipho 1.13; ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3; παραλείπειν Plu.2.59c. Adv. -τως without due examination, Th. 1.20, Plu.2.28b.
German (Pape)
[Seite 2] nicht gefoltert, Plnt. qu. Rom. 44, nicht durch die Folter erforscht, Antiph. 1, 13, σιωπώμενον καὶ αβ. ἐᾶν; überh. unersrtert, Plut. u. Sp. ἀβ. τι παραλείπειν. – Bei KS. auch ungesucht, natürlich. – Adv. ἀβασανίστως, οἶ ἄνθρωποι τὰς ακοὰς ἀβ. δέχονται, ohne genaue Prüfung, Thuc. 1, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰσάνιστος: ον· μὴ ἐξετασθεὶς διὰ βασάνου ἢ ἐρωτήσεων, μὴ βασανισθείς, μὴ ἐρωτηθείς. Ἀντιφῶν 112, 46. ἀβ. θνήσκειν = Ἰωσήπ. Ἰουδ. πολ. Ι, 32, 3. ἀβ. βλέπειν (δηλ. τὸν ἥλιον) = ἄνευ πόνου, ἐπὶ τῶν ἱεράκων. Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 10. 14. 2) Περὶ πραγμάτων = ἀδοκίμαστον, ἀνεξέταστον. ἀβ. παραλείπειν τι. Πλουτ. 2. 59 Β. 3) ἐπίρρ. -τως ἄνευ ζητήσεως ἢ ἐρωτήσεως. Θουκ. 1, 20. Πλουτ. 2. 28. Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mis à la question ; sans souffrance, sans gêne;
2 qu’on ne cherche pas à savoir au moyen de la torture ; en gén. non examiné, non recherché.
Étymologie: ἀ, βασανίζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no torturado οὐκ ὀφείλω θνῄσκειν ἀ. I.BI 1.635
•fig. del estilo literario no torturado, natural D.H.Imit.3.3 (cód.).
2 de la boca del caballo no castigada ὑπερῴα ἀ. Ael.NA 13.9.
II no probado, no comprobado ἀβασάνιστόν τι ἐᾶσαι Antipho 1.13, ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3, παραλιπεῖν Plu.2.59c, ἢ ὅτι βάσανός τις ἐλευθέρων ὁ ὅρκος ἐστί, δεῖ δ' ἀβασάνιστον εἶναι καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ ἱερέως; o como el juramento es una «prueba» para los hombres libres ¿conviene que no sean «probados» ni el alma ni el cuerpo del sacerdote? (c. ref. a I 1) Plu.2.275c, ἡ κρίσις Heraclit.All.3
•subst. τὸ ἀ. falta de comprobación o examen de los textos sagrados, Gr.Nyss.Tres dei 54.19.
III adv. -ως
1 sin daño οἱ ... ἱέρακες ... ταῖς ἀκτῖσι τοῦ ἡλίου ... ἀ. ἀντιβλέποντες Ael.NA 10.14
•sin tormentos Aesop.177.1, 2.
2 sin comprobación, sin previo examen τὰς ἀκοὰς ... ἀ. παρ' ἀλλήλων δέχονται Th.1.20, cf. Plu.2.28c, οὐκ ἀ. δὲ ἦλθεν καὶ ἐπὶ τὴν δοκιμασίαν ταύτην PMerton 26.11 (III d.C.), Aen.Gaz.Thphr.63.16.
Greek Monotonic
ἀβᾰσάνιστος: -ον (βασανίζω), αυτός που δεν εξετάζεται με ερωτήσεις, αβασάνιστος· λέγεται για πράγματα, μη διακριβωμένος, ανεξέταστος, αδοκίμαστος, σε Πλούτ.· επίρρ. ἀβασανίστως, χωρίς εξακρίβωση, ανάκριση, χωρίς έλεγχο, ερώτηση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβᾰσάνιστος: 1) неисследованный, неиспытанный (ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.);
2) не подвергаемый пыткам, т. е. неприкосновенный (τὸ σῶμα τοῦ ἱερέως Plut.).