ἔπαρσις: Difference between revisions

From LSJ
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔπαρσις]], η (Μ) [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]]<br />[[κατάληψη]], [[άλωση]], [[πάρσιμο]] («ἡ [[ἔπαρσις]] τοῡ κάστρου»).
|mltxt=[[ἔπαρσις]], η (Μ) [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]]<br />[[κατάληψη]], [[άλωση]], [[πάρσιμο]] («ἡ [[ἔπαρσις]] τοῡ κάστρου»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἔπαρσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> набухание (τῶν μαστῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждение ([[ἡδονή]] ἐστιν [[ἄλογος]] ἔ. Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαρσις Medium diacritics: ἔπαρσις Low diacritics: έπαρσις Capitals: ΕΠΑΡΣΙΣ
Transliteration A: éparsis Transliteration B: eparsis Transliteration C: eparsis Beta Code: e)/parsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐπαίρω)

   A rising, swelling, κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐ. ἰονθώδεις eruptions accompanying the sprouting of the beard, Thphr.Sud.16.    2 lifting up, χειρῶν LXX Ps.140(141).2.    3 devastation, ib.La.3.47; in concrete, heap of ruins, ib.4 Ki.19.25 (pl.).    4 raising, erection(?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.).    b αἰδοίων Arist.HA572b2.    5 elevation, projection, of a machine, HeroAut.28.2.    II elation, ψυχῆς Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; ἡδονή, = ἄλογος ἔ. Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7.    2 elevation of style, τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαρσις: -εως, ἡ, (ἐπαίρω) οἴδημα, πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. ἴονθος. ΙΙ. ἐξέγερσις, ἀνύψωσις, Στωϊκὴ λέξις, ἡδονὴ δέ ἔστιν ἄλογος ἔπαρσις Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. χαρά. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, ὑπερηφανία, Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ἔπαρσις· ὑπερηφανία». 3) ἐπὶ λόγου, ἀνύψωσις, καλλωπισμός, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427.

Greek Monolingual

ἔπαρσις, η (Μ) επαίρνω < επαίρω
κατάληψη, άλωση, πάρσιμο («ἡ ἔπαρσις τοῡ κάστρου»).

Russian (Dvoretsky)

ἔπαρσις: εως ἡ1) набухание (τῶν μαστῶν Arst.);
2) возбуждение (ἡδονή ἐστιν ἄλογος ἔ. Diog. L.).