οἰκηματικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκηματικός]], -ή, -όν (Α) [[οίκημα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[οίκημα]], στην [[οικία]] («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).
|mltxt=[[οἰκηματικός]], -ή, -όν (Α) [[οίκημα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[οίκημα]], στην [[οικία]] («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκημᾰτικός:''' относящийся к дому, домашний ([[σκεύη]] Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκημᾰτικός Medium diacritics: οἰκηματικός Low diacritics: οικηματικός Capitals: ΟΙΚΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikēmatikós Transliteration B: oikēmatikos Transliteration C: oikimatikos Beta Code: oi)khmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of a dwelling-house or room, D.L.5.55.

German (Pape)

[Seite 300] zum Hause oder Zimmer gehörig, D. L. 5, 55.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς οἴκημα, τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν Διογ. Λ. 5. 55.

Greek Monolingual

οἰκηματικός, -ή, -όν (Α) οίκημα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίκημα, στην οικία («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).

Russian (Dvoretsky)

οἰκημᾰτικός: относящийся к дому, домашний (σκεύη Diog. L.).