τυρεύω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῡρεύω:''' μέλ. <i>τυρεύσω</i> ([[τυρός]]), · [[πήζω]] το [[γάλα]] και φτιάχνω [[τυρί]]· μεταφ., [[συγχέω]] τα πάντα, «τα κάνω [[θάλασσα]]», σε Δημ.
|lsmtext='''τῡρεύω:''' μέλ. <i>τυρεύσω</i> ([[τυρός]]), · [[πήζω]] το [[γάλα]] και φτιάχνω [[τυρί]]· μεταφ., [[συγχέω]] τα πάντα, «τα κάνω [[θάλασσα]]», σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῡρεύω:''' <b class="num">1)</b> приготовлять сыр или творог: τὸ [[γάλα]] τυρεύεται Arst. молоко створаживается;<br /><b class="num">2)</b> мутить, скандалить, вызывать беспорядки Dem.;<br /><b class="num">3)</b> придумывать, подстраивать (κακὸν [[μέγα]] τινί Luc.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρεύω Medium diacritics: τυρεύω Low diacritics: τυρεύω Capitals: ΤΥΡΕΥΩ
Transliteration A: tyreúō Transliteration B: tyreuō Transliteration C: tyreyo Beta Code: tureu/w

English (LSJ)

(τυρός)

   A like τυρόω, make cheese, make into cheese, Com.Adesp.1173:—Pass., τυρεύεται τὸ γάλα Arist.HA522b2: impers., τυρεύεται cheese is made, ib.521b30.    II metaph. (cf. τυρόω 1.2), mix up cunningly, contrive by trickery and intrigue, κακόν τινι τ. Luc.Asin.31, cf. Nic.Dam.136.6J., Adam.1.3,17: abs., concoct mischief, D.19.295:—Pass., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλή Ph. 2.66.

German (Pape)

[Seite 1164] = Folgdm; Luc. asin. 31; in übertr. Bdtg, Dem. 19, 295.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρεύω: μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ τυρόω, πηγνύω τὸ γάλα καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. τυρέω. - Παθ., τυρεύεται τὸ γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται αὐτόθι 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, κατασκευάζω μᾶζαν ἢ μῖγμα ἔκ τινος, συγχέω, συνταράττω, ὡς τὸ τυρβάζω, καὶ κυκάω, Δημ. 436. 5· πρβλ. τυρόω Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.

French (Bailly abrégé)

remuer, brouiller, agiter pêle-mêle comme du lait caillé ; fig. machiner, comploter : τινί τι qch contre qqn.
Étymologie: τυρός.

Greek Monolingual

ΜΑ τυρός
μτφ. (με κακή σημ.) επινοώ τεχνάσματα, μηχανεύομαι (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ.
β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», Λουκιαν.)
μσν.
(με απρμφ.) μτφ. ραδιουργώ αποσκοπώντας σε κάτι («εἰ ἄμυναν ἐκεῑνος μελετᾱ καὶ τίσασται τυρεύει καὶ κακὸν ἀνταποδοῡναι κακοῡ», Ευστ.)
αρχ.
1. παρασκευάζω, πήζω τυρί («τυρεύεται τὸ γάλα», Αριστοτ.)
2. (κυριολ. και μτφ.) αναμιγνύω, ανακατεύω («τυρεύειν
κυκᾱν, και ταράττειν», Ησύχ.).

Greek Monotonic

τῡρεύω: μέλ. τυρεύσω (τυρός), · πήζω το γάλα και φτιάχνω τυρί· μεταφ., συγχέω τα πάντα, «τα κάνω θάλασσα», σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τῡρεύω: 1) приготовлять сыр или творог: τὸ γάλα τυρεύεται Arst. молоко створаживается;
2) мутить, скандалить, вызывать беспорядки Dem.;
3) придумывать, подстраивать (κακὸν μέγα τινί Luc.).