σιδηροκμής: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηροκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]), δολοφονημένος, σφαγμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[σπαθί]], χρησιμ. με τη [[συνοδεία]] της δοτ. ουδ. <i>βοτοῖς</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''σῐδηροκμής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[κάμνω]]), δολοφονημένος, σφαγμένος από [[σίδερο]], δηλ. από [[σπαθί]], χρησιμ. με τη [[συνοδεία]] της δοτ. ουδ. <i>βοτοῖς</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηροκμής:''' ῆτος adj. сраженный железом, зарезанный (βοτά Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω)
A slain by iron, i.e. by the sword, used with neut. dat. βοτοῖς, S.Aj.325; cf. ἀνδροκμής.
German (Pape)
[Seite 879] ῆτος, von, mit Eisen bearbeitet; – mit Eisen, durchs Schwert getödtet, βροτοί, Soph. Ai. 318.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροκμής: ῆτος, ὁ, ἡ, (κάμνω) ὁ σφαγεὶς διὰ σιδήρου, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, εὕρηται δὲ μετὰ δοτ. πληθ. οὐδετ. βοτοῖς, Σοφ. Αἴ. 325· πρβλ. ἀνδροκμής.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
tué par le fer.
Étymologie: σίδηρος, κάμνω.
Greek Monolingual
-ῆτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φονεύθηκε με σίδηρο, δηλαδή με ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κμής (< κάμνω), πρβλ. δουρι-κμής].
Greek Monotonic
σῐδηροκμής: -ῆτος, ὁ, ἡ (κάμνω), δολοφονημένος, σφαγμένος από σίδερο, δηλ. από σπαθί, χρησιμ. με τη συνοδεία της δοτ. ουδ. βοτοῖς, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροκμής: ῆτος adj. сраженный железом, зарезанный (βοτά Soph.).