κυανάμπυξ: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυᾰνάμπυξ:''' -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός με την μελανόχρωμη [[άκρη]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''κυᾰνάμπυξ:''' -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός με την μελανόχρωμη [[άκρη]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κυᾰνάμπυξ:''' ῠκος adj. [[κυανός]] II] окруженный темно-синим кольцом ([[Θήβα]] Pind.; Δᾶλος Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ,
A with dark ἄμπυξ, Θήβα Id.Fr.29.3; Δᾶλος Theoc.17.67; μίτρη Nonn.D.6.114.
German (Pape)
[Seite 1521] υκος, mit dunkelm Umkreise; Θήβα, Pind. frg. 5; Δῆλος, Theocr. 17, 67; μίτρα, Nonn. D. 6, 114.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων κυανόχρουν ἄμπυκα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 5. 3˙ Δῆλος Θεόκρ. 17. 67˙ μίτρα Νόνν. Δ. 6. 114.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ, ἡ)
à la circonférence d’un bleu sombre.
Étymologie: κύανος, ἄμπυξ.
English (Slater)
κῠᾰνάμπυξ
1 with dark-blue headband τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3.
Greek Monolingual
κυανάμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄμπυξ «διάδημα»].
Greek Monotonic
κυᾰνάμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός με την μελανόχρωμη άκρη, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
κυᾰνάμπυξ: ῠκος adj. κυανός II] окруженный темно-синим кольцом (Θήβα Pind.; Δᾶλος Theocr.).