δαπανηρός: Difference between revisions
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δᾰπᾰνηρός:''' -ά, -όν ([[δαπανάω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσ., [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακριβός]], με υψηλή [[τιμή]], [[πολυτελής]], [[πολυέξοδος]], σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''δᾰπᾰνηρός:''' -ά, -όν ([[δαπανάω]]),<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσ., [[σπάταλος]], [[πολυδάπανος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[ακριβός]], με υψηλή [[τιμή]], [[πολυτελής]], [[πολυέξοδος]], σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. <i>-ρῶς</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δᾰπᾰνηρός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> требующий больших затрат, дорого стоящий, разорительный ([[πόλεμος]] Dem.; πράξεις, λειτουργίαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> любящий тратить, расточительный Xen., Plat., Arst., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ά, όν, of men,
A lavish, extravagant, Pl.R.564b, X.Mem.2.6.2; εἰς ἑαυτόν, εἰς ἀκολασίαν, Arist.EN1123a4, 1119b31. II of things, expensive, πόλεμος D.5.5; λειτουργία Arist. Pol.1309a18, cf. EN1122a21: Comp. -ότερα, λειτουργήματα Jul. Or.1.21d. Adv. -ρῶς X.HG6.5.4. III consuming, πυ-ρ Ph.2.91.
German (Pape)
[Seite 522] 1) Aufwand machend, verschwenderisch, Plat. Rep. VIII, 564 b; Xen. Mem. 2, 6, 2 u. Folgde. – 2) von Sachen, Aufwand erfordernd, kostspielig, πόλεμος Dem. 5, 5; λειτουργίαι Arist. Pol. 5, 8. – Adv., Xen. Hell. 6, 5, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰπᾰνηρός: -ά, -όν, ἐπὶ ἀνθρώπων, δαψιλής, πλουσιοπάροχος, ἄσωτος, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 2· εἰς ἑαυτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 3 καὶ 35. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολυδάπανος, πολλὴν δαπάνην ἀπαιτῶν, Λατ. sumptuosus, πόλεμος Δημ. 58. 6· λειτουργία Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 20, πρβλ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 1. ― Ἐπίρρ. –ρῶς Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 dépensier, prodigue;
2 dispendieux, coûteux.
Étymologie: δαπάνη.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
I 1de pers. gastador, pródigo τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος Pl.R.564b, cf. X.Mem.2.6.2, D.39.26, οὐ γὰρ εἰς ἑαυτὸν δ. ἀλλ' εἰς τὰ κοινά Arist.EN 1123a4, τοὺς ... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς los que gastan con desenfreno Arist.EN 1119b31, cf. Plu.Per.36, Vett.Val.374.33.
2 de cosas dispendioso, costoso, caro λειτουργία Arist.Pol.1309a18, (πράξεις) Arist.EN 1122a22, πόλεμος D.5.5, Plu.Arist.24, δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος maquinando cosas más costosas que ésas Plu.Alex.72, εἰκόνες D.C.52.35.3, Iul.Or.1.21d, δάπανος γὰρ (τουτέστι δαπανηρά) ἡ ἐλπίς Sch.Th.5.103, δοκεῖ γὰρ δαπανηρὸν εἶναι ἵππους τρέφειν Sch.Ar.Nu.12c.
3 destructor πῦρ Ph.2.91.
II adv. -ῶς pródigamente μὴ δ. sin mucho gasto X.HG 6.5.4, πρυτανεύσαντα δὶς δ. TAM 2.197, cf. 834.7 (ambas Licia, imper.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δαπανηρός, -ά, -όν) δαπάνη
1. όποιος απαιτεί μεγάλη δαπάνη ή πολλά έξοδα
2. (για πρόσωπα) αυτός που ξοδεύει πολλά, ο σπάταλος
αρχ.
φρ. «δαπανηρὸν πῡρ» — φωτιά που εξαφανίζει, που καταστρέφει.
Greek Monotonic
δᾰπᾰνηρός: -ά, -όν (δαπανάω),
I. λέγεται για πρόσ., σπάταλος, πολυδάπανος, σε Πλάτ., Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, ακριβός, με υψηλή τιμή, πολυτελής, πολυέξοδος, σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. -ρῶς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δᾰπᾰνηρός: 3
1) требующий больших затрат, дорого стоящий, разорительный (πόλεμος Dem.; πράξεις, λειτουργίαι Arst.);
2) любящий тратить, расточительный Xen., Plat., Arst., Dem.