παρακοή: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(5) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρᾰκοή:''' [[απροθυμία]] στη [[συμμόρφωση]], [[παράκουσμα]], [[απειθαρχία]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''παρᾰκοή:''' [[απροθυμία]] στη [[συμμόρφωση]], [[παράκουσμα]], [[απειθαρχία]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρᾰκοή:''' ἡ<b class="num">1)</b> слышанное краем уха, смутные слухи: διὰ τὰς ὑπὸ τῶν ἄλλων παρακοάς Plat. известное понаслышке от других;<br /><b class="num">2)</b> непослушание (ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A that which has been heard imperfectly, hearsay, Pl.Ep. 341b. 2 misunderstanding, Gal.4.764, 8.629. II defect of hearing, Id.7.108. III unwillingness to hear, disobedience, contumacy, Ep.Rom.5.19, 2 Ep.Cor.10.6.
German (Pape)
[Seite 484] ἡ, das Verhörte, was man falsch gehört, nicht recht gehört oder verstanden hat, mißverstandene Lehre, Sp.; auch das Nichthörenwollen, Ungehorsam, Galen. u. a. Sp. – Bei Plat. Ep. VII, 341 b das Nebenbeihören.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰκοή: ἡ, τὸ ἀτελῶς ἀκουσθέν, παράκουσμα, Πλάτ. Ἐπιστ. 341Β, Γαλην. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ παρακούειν, ἀπείθεια, ἰσχυρογνωμοσύνη, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 19, Β΄ πρ. Κορ. κ΄, 6, Συνέσ. 211Α, Φώτ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action d’entendre ou d’écouter auprès;
II. en mauv. part;
1 action d’entendre à côté (càd à faux ou mal) : erreur, méprise;
2 mauvais vouloir, désobéissance.
Étymologie: παρακούω.
English (Strong)
from παρακούω; inattention, i.e. (by implication) disobedience: disobedience.
English (Thayer)
παρακοῆς, ἡ (παρά Latin praeter (see παρά, IV:2));
1. properly, a hearing amiss (Plato, epistles 7, p. 341b.).
2. (unwillingness to hear i. e.) disobedience: Trench, § lxvi.)
Greek Monolingual
η, ΝΑ παρακούω
άρνηση εκπλήρωσης εντολής, απείθεια, ανυπακοή
μσν.-αρχ.
αυτό που δεν άκουσε κάποιος καλά, παράκουσμα.
Greek Monotonic
παρᾰκοή: απροθυμία στη συμμόρφωση, παράκουσμα, απειθαρχία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
παρᾰκοή: ἡ1) слышанное краем уха, смутные слухи: διὰ τὰς ὑπὸ τῶν ἄλλων παρακοάς Plat. известное понаслышке от других;
2) непослушание (ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν NT).