κατάντηστιν: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(2b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάντηστιν:''' επίρρ., καλύτερα <i>κατ' ἄντηστιν</i>, κατά [[πρόσωπο]], [[αντίκρυ]], [[έναντι]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''κατάντηστιν:''' επίρρ., καλύτερα <i>κατ' ἄντηστιν</i>, κατά [[πρόσωπο]], [[αντίκρυ]], [[έναντι]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάντηστιν:''' чаще κατ᾽ ἄντηστιν adv. прямо напротив Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1366] gegenüber (ἄντα), Od. 20, 387, bei Bekker getrennt geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντηστιν: Ἐπίρρ., βέλτιον κατ’ ἄντηστιν, ἀντικρύ, ἔναντι, κατὰ πρόσωπον, Ὀδ. Υ. 387.
English (Autenrieth)
see ἄντηστις.
Greek Monolingual
κατάντηστιν (Α)
επίρρ. απέναντι, καταντικρύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ' ἄντηστιν, αιτ. του ουσ. ἄντηστις «αντίσταση»].
Greek Monotonic
κατάντηστιν: επίρρ., καλύτερα κατ' ἄντηστιν, κατά πρόσωπο, αντίκρυ, έναντι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κατάντηστιν: чаще κατ᾽ ἄντηστιν adv. прямо напротив Hom.