κατάντηστιν
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1366] gegenüber (ἄντα), Od. 20, 387, bei Bekker getrennt geschrieben.
Russian (Dvoretsky)
κατάντηστιν: чаще κατ᾽ ἄντηστιν adv. прямо напротив Hom.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντηστιν: Ἐπίρρ., βέλτιον κατ’ ἄντηστιν, ἀντικρύ, ἔναντι, κατὰ πρόσωπον, Ὀδ. Υ. 387.
English (Autenrieth)
see ἄντηστις.
Greek Monolingual
κατάντηστιν (Α)
επίρρ. απέναντι, καταντικρύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ' ἄντηστιν, αιτ. του ουσ. ἄντηστις «αντίσταση»].
Greek Monotonic
κατάντηστιν: επίρρ., καλύτερα κατ' ἄντηστιν, κατά πρόσωπο, αντίκρυ, έναντι, σε Ομήρ. Οδ.