ἐπικνίζω: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κόβω]] πάνω στην [[επιφάνεια]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐπικνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κόβω]] πάνω στην [[επιφάνεια]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικνίζω:''' скрести, скоблить, царапать ([[ἄροτρον]] ἐπικνίζον χέρσον Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A scratch the surface, Thphr.HP4.2.1, CP5.2.4 (Pass.); of the plough, AP6.238 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 951] auf der Oberfläche ritzen, aufritzen, Theophr.; χέρσον ἀρότρῳ Apollnds. 5 (VI, 238).
French (Bailly abrégé)
gratter à la surface, écorcher.
Étymologie: ἐπί, κνίζω.
Greek Monolingual
ἐπικνίζω (Α)
1. ξύνω στην επιφάνεια
2. (για άροτρο) σχίζω
3. «ἐπικνίζεται
δάκνεται» (Λεξικό Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»].
Greek Monotonic
ἐπικνίζω: μέλ. -σω, κόβω πάνω στην επιφάνεια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικνίζω: скрести, скоблить, царапать (ἄροτρον ἐπικνίζον χέρσον Anth.).