προπομπή: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπομπή:''' ἡ ([[προπέμπω]]), [[ακολουθία]], [[συνοδεία]], σε Ξεν.· [[συνοδεία]] με [[πομπή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προπομπή:''' ἡ ([[προπέμπω]]), [[ακολουθία]], [[συνοδεία]], σε Ξεν.· [[συνοδεία]] με [[πομπή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προπομπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> высылка вперед, посылка (αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματοφόρων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> сопровождение, эскортирование Xen., Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπομπή Medium diacritics: προπομπή Low diacritics: προπομπή Capitals: ΠΡΟΠΟΜΠΗ
Transliteration A: propompḗ Transliteration B: propompē Transliteration C: propompi Beta Code: propomph/

English (LSJ)

ἡ,

   A sending forward, αἱ π. τῶν γραμματηφόρων Plu.Galb.8.    II escort, π. δόντες μεγαλοπρεπῆ X.Ages.2.27, cf. Plb.20.11.8, Plu.Num. 14; π. δημοσία Longin.28.2.

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, das Voranschicken, bes. die Begleitung, feierliches Geleite, z. B. bei der Abreise, Xen. Ages. 2, 27, Pol. 20, 11, 8, u. bei Leichen.

Greek (Liddell-Scott)

προπομπή: ἡ, (προπέμπω) τὸ προεξαποστέλλειν, πέμπειν, πρότερον, αἱ πρ. τῶν γραμματοφόρων Πλουτ. Γάλβ. 8. ΙΙ. τὸ προπέμπειν χάριν τιμῆς, «ξεπροβόδημα», Ξεν. Ἀγησ. 2. 27, Πολύβ. 20. 11, 8, κτλ.· ― συνοδία ἐν εἴδει πομπῆς, Πλουτ. Νουμ. 14, μάλιστα ἐν κηδείᾳ, Ἰω. Χρυσ.· πρβλ. Λογγῖν. 28.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d’envoyer en avant;
2 action d’accompagner processionnellement, d’escorter pour faire honneur.
Étymologie: προπέμπω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προπέμπω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον που αποχωρεί, ξεπροβόδισμα («ἀπέπεμψαν αὐτὸν οἴκαδε προπομπὴν δόντες μεγαλοπρεπῆ», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
πομπή και, ειδικότερα: α) στρατιωτική ή εορταστική παρέλαση
β) λιτανεία
γ) νεκρώσιμη πομπή
αρχ.
η ενέργεια του προπέμπω, το να αποστέλλει κανείς από πριν ή πρώτα κάποιον ή κάτι («αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματηφόρων», Πλούτ.).

Greek Monotonic

προπομπή: ἡ (προπέμπω), ακολουθία, συνοδεία, σε Ξεν.· συνοδεία με πομπή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προπομπή:1) высылка вперед, посылка (αἱ προπομπαὶ τῶν γραμματοφόρων Plut.);
2) сопровождение, эскортирование Xen., Polyb., Plut.