δέελος: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δέελος:''' -η, -ον, [[ασυναίρετος]] [[τύπος]] του [[δῆλος]], σε Ομηρ. Ιλ. | |lsmtext='''δέελος:''' -η, -ον, [[ασυναίρετος]] [[τύπος]] του [[δῆλος]], σε Ομηρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δέελος:''' эп. = [[δῆλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, resolved form of δῆλος, Il.10.466. II = δεσμός, ἅμμα, Hsch. δεήλαδες· φύλακες, Id.
German (Pape)
[Seite 534] = δῆλος, Hom. einmal, Iliad. 10, 466 δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ δέ, ὅτι ὃ ἡμεῖς λέγομεν δῆλον, αὐτὸς εἶπε διελὼν δέελον, Scholl. Herodian. ταὐτόν ἐστι τῷ δῆλον· διὸ καὶ τρίτη ἀπὸ τέλους ἡ όξεῖα, καὶ ψιλοῦται τὸ δεύτερον ε, Uebrigens kommt auch δῆλος bei Homer nur einmal vor, Odyss. 20, 333. Vgl. noch εὐδείελος u. s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 201.
Greek (Liddell-Scott)
δέελος: η,ον,ἀσυναίρετος τύπος τοῦ δῆλος,Ἰλ. Κ.466.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
épq.
c. δῆλος.
English (Autenrieth)
= δῆλος, Il. 10.466†.
Spanish (DGE)
δεσμός. ἅμμα Hsch. (pero quizá mala interpr. del anterior).
v. δῆλος, -η, -ον.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
δέελος: -η, -ον, ασυναίρετος τύπος του δῆλος, σε Ομηρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δέελος: эп. = δῆλος.