εὔχυμος: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(15)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔχυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, [[χυμώδης]], [[ζουμερός]]<br /><b>2.</b> [[εύγευστος]], [[γευστικός]], [[νόστιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δημιουργός]] καλών, υγεινών χυμών<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐχύμως</i> (Α)<br />με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική [[κατάσταση]], [[υγιεινά]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔχυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, [[χυμώδης]], [[ζουμερός]]<br /><b>2.</b> [[εύγευστος]], [[γευστικός]], [[νόστιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δημιουργός]] καλών, υγεινών χυμών<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐχύμως</i> (Α)<br />με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική [[κατάσταση]], [[υγιεινά]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχῡμος:''' досл. сочный, перен. вкусный (πρὸς τὴν ἐδωδήν Arst.; εὔ. καὶ [[τρόφιμος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῡμος Medium diacritics: εὔχυμος Low diacritics: εύχυμος Capitals: ΕΥΧΥΜΟΣ
Transliteration A: eúchymos Transliteration B: euchymos Transliteration C: eychymos Beta Code: eu)/xumos

English (LSJ)

ον,

   A wellflavoured, Posidon.3J.; πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔ. Arist.GA763b7: Comp., Plu.2.690a.    II productive of healthy humours, wholesome, Hp.Aff. 55, Gal.17(2).876.    III plump, in good condition, Ptol.Tetr.144.

German (Pape)

[Seite 1110] = εὔχυλος, wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῡμος: -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, Ποσειδώνιος, παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ ὑγρότης εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un bon suc ; d’une saveur agréable;
Cp. εὐχυμότερος.
Étymologie: εὖ, χυμός.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔχυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός
2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμος
αρχ.
1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών
2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
επίρρ...
εὐχύμως (Α)
με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική κατάσταση, υγιεινά.

Russian (Dvoretsky)

εὔχῡμος: досл. сочный, перен. вкусный (πρὸς τὴν ἐδωδήν Arst.; εὔ. καὶ τρόφιμος Plut.).