δυσκηδής: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), [[πανάθλιος]], [[γεμάτος]] [[δυστυχία]], [[πολυάσχολος]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''δυσκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), [[πανάθλιος]], [[γεμάτος]] [[δυστυχία]], [[πολυάσχολος]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσκηδής:''' приносящий заботы, мучительный ([[νύξ]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (κῆδος)
A full of misery, δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Od.5.466. II (κήδομαι) δυσκηδέα· δυσφύλακτον, χαλεπόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 682] ές, sorgenschwer, νύξ Od. 5, 466; ἅπαξ εἰρημέν.; vgl. ἀκηδής, λαθικηδής, πολυκηδής, προσκηδής.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκηδής: -ές, πλήρης ἀθλιότητος, δυσκηδέα νύκτα φυλάξω, Ὀδ. Ε. 466.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui apporte de pénibles soucis.
Étymologie: δυσ-, κῆδος.
Spanish (DGE)
-ές
prob. angustioso δυσκήδεα νύκτα Od.5.466, pero tb. entendido como comp. de κήδομαι noche en la que nadie se cuida (de mí) Hsch., Sch.Od.ad loc., Eust.1546.41.
Greek Monotonic
δυσκηδής: -ές (κῆδος), πανάθλιος, γεμάτος δυστυχία, πολυάσχολος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δυσκηδής: приносящий заботы, мучительный (νύξ Hom.).