λοιδορία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοιδορία:''' ἡ ([[λοιδορέω]]), ύβρη, [[προσβολή]], [[κακολογία]], σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''λοιδορία:''' ἡ ([[λοιδορέω]]), ύβρη, [[προσβολή]], [[κακολογία]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοιδορία:''' ἡ брань поношение, порицание Plat., Arph., Lys. etc.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδορία Medium diacritics: λοιδορία Low diacritics: λοιδορία Capitals: ΛΟΙΔΟΡΙΑ
Transliteration A: loidoría Transliteration B: loidoria Transliteration C: loidoria Beta Code: loidori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A railing, abuse, reproach, Antipho 2.1.4, Ar.Fr.346, Th.2.84, Pl. Euthd.288b, Phld.Lib.p.29 O., etc.; εἰς γέλωτα καὶ λ. ἐμβαλόντες D.10.75: pl., Lys.21.8, Pl.Tht.174c.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδορία: ἡ, (λοιδορέω), ὕβρις, ὀνειδισμός, κακολογία, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 126, Ἀντιφῶν 115. 17, Θουκ. 2. 84, Πλάτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λυσ. 162. 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
reproche blessant, invective, injure.
Étymologie: λοίδορος.

English (Strong)

from λοίδορος; slander or vituperation: railing, reproach(-fully).

English (Thayer)

λοιδορίας, ἡ (λοιδορέω), railing, reviling: Sept.; Aristophanes, Thucydides, Xenophon, following.)

Greek Monolingual

η (AM λοιδορία) λοιδορώ
ύβρη, κακολογία, χλευασμός, ονειδισμός («τὸ πρᾱγμ' εἰς γέλωτα καὶ λοιδορίαν ἐμβαλόντες», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

λοιδορία: ἡ (λοιδορέω), ύβρη, προσβολή, κακολογία, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λοιδορία: ἡ брань поношение, порицание Plat., Arph., Lys. etc.