Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σάλπη: Difference between revisions

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ βοῡν καλοῡσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>salpa</i> / <i>sarpa</i>, γαλλ.-αγγλ. <i>saupe</i>)].
|mltxt=η, ΝΑ, και [[σάλπα]] και [[σάρπα]] Ν, και [[σάρπη]], και ως αρσ. σάλπης και [[σάλπος]], ὁ, Α<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την [[λόγια]] [[ονομασία]] Βωξ η [[σάλπη]], συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] [[ποιός]], ὅν καὶ βοῡν καλοῡσιν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>salpa</i> / <i>sarpa</i>, γαλλ.-αγγλ. <i>saupe</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''σάλπη:''' ἡ рыба сальпа (предполож. Sparus Salpa) Arst.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλπη Medium diacritics: σάλπη Low diacritics: σάλπη Capitals: ΣΑΛΠΗ
Transliteration A: sálpē Transliteration B: salpē Transliteration C: salpi Beta Code: sa/lph

English (LSJ)

ἡ, a sea-fish, the

   A saupe, Box salpa, Epich.63, Arist.HA 543a8, al. (ὃν καὶ βοῦν [leg. βῶκα] καλοῦσιν, Hsch.): also σάλπης, ὁ, Archipp.19; σάλπος is v.l. in Arist.HA534a16; σάρπη, ib.534a9, 621b7; σάλπιγξ, ib.543a8.

German (Pape)

[Seite 860] ἡ, ein Meerfisch, lat. salpa, in Frankreich noch jetzt saupe, Ath. VII, 321 c, mit Beispielen aus den comic; auch σάρπη, ἡ, Arist. H. A.; σάλπ ης, ὁ, Archipp. bei Ath. VII, 322 a; u. σάλπιγξ, Arist.

Greek (Liddell-Scott)

σάλπη: ἡ θαλάσσιος ἰχθύς, Λατ. salpa, Γαλλ. saupe, Ἐπίχ. (πρβλ. Ἀθήν. 321D κἑξ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 5, κ. ἀλλ· ὡσαύτως σάλπης, ὁ, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 11· σάλπος εἶναι διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 19· σάρπη αὐτόθι 18. 9, 37. 14, κ. ἀλλ.· σάλπιγξ 5. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σάλπη· ἰχθὺς ποιός, ὃν καὶ βοῦν καλοῦσιν».

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σάλπα και σάρπα Ν, και σάρπη, και ως αρσ. σάλπης και σάλπος, ὁ, Α
κοινή σήμερα ονομασία του περκόμορφου ιχθύος Salpa boops, γνωστού με την λόγια ονομασία Βωξ η σάλπη, συγγενικού της γόπας και κοινότατου στις ελληνικές θάλασσες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ποιός, ὅν καὶ βοῡν καλοῡσιν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία προέρχεται από τον χώρο της Μεσογείου (πρβλ. λατ. salpa / sarpa, γαλλ.-αγγλ. saupe)].

Russian (Dvoretsky)

σάλπη: ἡ рыба сальпа (предполож. Sparus Salpa) Arst.