γαυρότης: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γαυρότης:''' -ητος, ἡ ([[γαῦρος]]), [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]], [[αγριότητα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''γαυρότης:''' -ητος, ἡ ([[γαῦρος]]), [[υπερηφάνεια]], [[αλαζονεία]], [[αγριότητα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γαυρότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> веселье, резвость (παρασκιρτᾶν ὑπὸ γαυρότητος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> дикий шум, иступленные крики (τῇ γαυρότητι τῶν πολεμίων ἀποτραπέσθαι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A exultation, Plu.Marc.6; of a horse or ass, Id.Pel.22, Mar.38.
German (Pape)
[Seite 476] ητος, ἡ, Wuth, Feuer der Pferde, Plut. Pe-lop. 22 Marcell. 6; eines Esels Mar. 38.
Greek (Liddell-Scott)
γαυρότης: -ητος, ἡ, ὑπερηφανία, ἀγερωχία, Πλούτ. Μαρκέλλ. 6· ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Πελοπ. 22.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
fierté, orgueil.
Étymologie: γαῦρος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 sent. neg., de pers. fiereza, agresividad, prepotencia c. gen. subjet. τῶν πολεμίων Plu.Marc.6.
2 sent. posit., de anim. arrogancia, gallardía de una potra, Plu.Pel.22, de un asno, Plu.Mar.38, cf. 2.1091d, Gloss.2.261.
Greek Monolingual
γαυρότης, η (Α) γαύρος
1. η έπαρση, η αλαζονεία
2. η θορυβώδης επίδειξη.
Greek Monotonic
γαυρότης: -ητος, ἡ (γαῦρος), υπερηφάνεια, αλαζονεία, αγριότητα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γαυρότης: ητος ἡ
1) веселье, резвость (παρασκιρτᾶν ὑπὸ γαυρότητος Plut.);
2) дикий шум, иступленные крики (τῇ γαυρότητι τῶν πολεμίων ἀποτραπέσθαι Plut.).