συστολίζω: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συστολίζω:''' = [[συστέλλω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[στολίζω]] από κοινού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]], [[συνενώνω]], <i>τινά τινι</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''συστολίζω:''' = [[συστέλλω]],<br /><b class="num">I.</b> [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[στολίζω]] από κοινού, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνδέω]], [[συνάπτω]], [[συνενώνω]], <i>τινά τινι</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συστολίζω:''' <b class="num">1)</b> ткать, изготовлять (ἀγάλματα λίνῳ Eur.);<br /><b class="num">2)</b> соединять (Μούσας Χάρισιν Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A draw or put together, fabricate, ἀγάλματα λίνῳ with or out of yarn, E.Or.1435 (lyr.). II unite, Μούσας σ. Χάρισιν AP7.419 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1045] = συστέλλω, mit bekleiden, ankleiden; ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ, Eur. Or. 1435; Mel. 127 (VII, 411) Μούσας Χάρισιν, vereinigen.
Greek (Liddell-Scott)
συστολίζω: συγκοσμῶ, καταστολίζω, σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρῄζουσα λίνῳ φάρεα πορφύρεα, ἡ τοῦ χωρίου τούτου σύνταξις φαίνεται ἔχουσα ὡς ἑξῆς: χρῄζουσα συστολίσαι λίνῳ φάρεα σκύλων Φρυγίων, ἀγάλματα ἐπὶ τύμβον, Εὐρ. Ὀρ. 1435. ΙΙ. συνδέω, συνάπτω, Μούσας σ. Χάρισιν Ἀνθ. Π. 7. 4. 9.
French (Bailly abrégé)
1 réunir par des fils (de lin);
2 unir.
Étymologie: συστολή.
Greek Monolingual
Α συστολή
1. στολίζω συγχρόνως
2. συνδέω, συνάπτω.
Greek Monotonic
συστολίζω: = συστέλλω,
I. κοσμώ, διακοσμώ, στολίζω από κοινού, σε Ευρ.
II. συνδέω, συνάπτω, συνενώνω, τινά τινι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συστολίζω: 1) ткать, изготовлять (ἀγάλματα λίνῳ Eur.);
2) соединять (Μούσας Χάρισιν Anth.).