περιτομή: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιτομή:''' ἡ ([[περιτέμνω]]), [[περιτομή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''περιτομή:''' ἡ ([[περιτέμνω]]), [[περιτομή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''περιτομή:''' ἡ обрезание NT: οἱ ἐκ τῆς περιτομῆς NT = οἱ περιτμημένοι.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτομή Medium diacritics: περιτομή Low diacritics: περιτομή Capitals: ΠΕΡΙΤΟΜΗ
Transliteration A: peritomḗ Transliteration B: peritomē Transliteration C: peritomi Beta Code: peritomh/

English (LSJ)

ἡ,

   A circumcision, LXX Ge.17.13, Agatharch.61, Str.16.2.37 (pl.), Ph.1.450,al., Dsc.2.82 : metaph., π. καρδίας Ep.Rom.2.29.    II section of a machine, ἡ κάτω π. Apollod.Poliorc.173.4.    III circular incision, Heliod. ap. Orib.45.6.9,45.7.3, Aët.15.8.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Beschneiden ringsum, die Beschneidung, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

περιτομή: ἡ, ὡς καί νῦν, Ἑβδ. Καιν. Διαθ., Φίλων κλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
circoncision.
Étymologie: περιτέμνω.

English (Strong)

from περιτέμνω; circumcision (the rite, the condition or the people, literally or figuratively): X circumcised, circumcision.

English (Thayer)

περιτομῆς, ἡ (περιτέμνω), circumcision (on which see περιτέμνω);
a. properly, α. the act or rite of circumcision: οἱ ἐκ τῆς περιτομῆς (see ἐκ, II:7), the circumcised, they of the circumcision, used of Jews, οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς, β. the state of circumcision, the being circumcised: ἐν περιτομή ὤν, circumcised, γ. by metonymy, 'the circumcision' for οἱ περιτμηθέντες the circumcised, i. e. Jews: οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοί, Christian converts from among the Jews, Jewish Christians, α. of Christians: (ἡμεῖς ἐσμεν) ἡ περιτομή, separated from the unclean multitude and truly consecrated to God, Lightfoot)). β. ἡ περιτομή ἀχειροποίητος, the extinction of the passions and the removal of spiritual impurity (see περιτέμνω, at the end), ἡ περιτομή καρδίας in περιτομή τοῦ Χριστοῦ, of which Christ is the author, περιτομή occurs three times in the O. T., viz. מוּלָה, Philo, whose tract περί περιτομῆς is found in Mangey's edition 2, pp. 210-212 (Richter's edition 4, pp. 282-284); Josephus, Antiquities 1,10, 5; (13,11at the end; contra Apion 2,13, 1,6); plural, Antiquities 1,12, 2.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιτέμνω
1. ιατρ. η ολική ή μερική εκτομή της ακροποσθίας του πέους
2. θρησκειολ. η κυκλική αποκοπή του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του ανδρικού γεννητικού οργάνου
3. φρ. «εορτή περιτομής του Κυρίου» — η όγδοη ημέρα μετά τη γέννηση του Χριστού κατά την οποία έγινε η περιτομή του και έλαβε το ὁνομα Ιησούς και η οποία εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου
νεοελλ.
η τομή του επιπεφυκότα γύρω από τον σκληροκεράτιο δακτύλιο του οφθαλμού
μσν.-αρχ.
1. περικοπή, κυκλική, περιφερική εντομή μέρους του σώματος
2. μτφ. περικάθαρση, καθαρμός, απαλλαγή (α. «περιτομή καρδίας ἐν πνεύματι ού γράμματι» ΚΔ
β. «μία μὲν ἐν τῇ σαρκί, δευτέρα δὲ ἡ ἀπὸ προαιρέσεως
αὕτη σαρκὸς περιτομὴ αὕτη διανοίας περιτομή», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. (ως περιλπτ.) οι περιτετμημένοι, οι εκ περιτομής χριστιανοί («ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῑος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία», ΚΔ)
4. φρ. «οἱ ἐκ περιτομῆς» — οι χριστιανοί που προέρχονται από λαούς στους οποίους ίσχυε το έθιμο της περιτομής
αρχ.
τμήμα μηχανής.

Greek Monotonic

περιτομή: ἡ (περιτέμνω), περιτομή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

περιτομή: ἡ обрезание NT: οἱ ἐκ τῆς περιτομῆς NT = οἱ περιτμημένοι.