ἀθώπευτος: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθώπευτος:''' -ον ([[θωπεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακολάκευτος]], [[χωρίς]] [[κολακεία]]· <i>τῆς ἐμῆς γλώσσης</i>, από τη [[γλώσσα]] μου, από το [[στόμα]] μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κολακεύει, [[σκληρός]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀθώπευτος:''' -ον ([[θωπεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακολάκευτος]], [[χωρίς]] [[κολακεία]]· <i>τῆς ἐμῆς γλώσσης</i>, από τη [[γλώσσα]] μου, από το [[στόμα]] μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κολακεύει, [[σκληρός]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθώπευτος:''' <b class="num">1)</b> не слышащий лести: ἀθώπευτὁν σε γλώσσης [[ἀφήσω]] τῆς ἐμῆς Eur. мой язык не будет льстить тебе (или раболепствовать перед тобой);<br /><b class="num">2)</b> не слушающий лести, т. е. неумолимый, неукротимый ([[θήρ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unflattered, without flattery, τῆς ἐμῆς γλώσσης from my tongue, E.Andr.459. 2 not open to flattery, δίκαι Lyc.1399, cf. Nic. Dam.p.144 D. II Act., not flattering, Telesp.44.8H.; hence, rough, rude, θήρ AP6.168 (Paul.Sil.); συρίγματα, of the Python, Pae.Delph.20; ἀδροσίη POxy.1796.17. III Adv. -τως without flattery, Them.Or.15.193d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθώπευτος: -ον, = ἀκολάκευτος, ἄνευ κολακείας, τῆς ἐμῆς γλώσσης, ἐκ μέρους τῆς γλώσσης μου. Εὐρ. Ἀνδρ. 460. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ.: ἐντεῦθεν, τραχύς, σκληρός, ἀπότομος, Ἀνθ. Π. 6, 168.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non caressé, non flatté;
2 qui ne flatte pas ; rude, dur.
Étymologie: ἀ, θωπεύω.
Spanish (DGE)
-ον
I no halagado, no adulado c. gen. ἀ. τῆς ἐμῆς γλώσσης no halagado por mi lengua E.Andr.459.
II 1que no cede a la adulación, al halago δίκαι Lyc.1399, ὑπηρέτις Arsameia 232 (I a.C.), de Dios, Gr.Nyss.Or.Dom.60.25.
2 fig. desabrido de un jabalí AP 6.168 (Paul.Sil.), de la falta de rocío ἀθωπεύτῳ τε γέγηθεν ἀδροσίῃ se goza de la urgente necesidad del rocío, GDRK 60.2.17.
III que no es adulador, no complaciente εἶναι ἀθώπευτον καὶ ἀκολάκευτον Teles 4.44
•fig. nada halagüeño γλυφίδες SEG 21.768 (Atenas IV d.C.).
IV adv. -ως sin adulación, sin halagos, IMEG 168.34 (Talmis, imper.), Sch.Er.Il.9.559, Them.Or.15.193d.
Greek Monotonic
ἀθώπευτος: -ον (θωπεύω),
I. ακολάκευτος, χωρίς κολακεία· τῆς ἐμῆς γλώσσης, από τη γλώσσα μου, από το στόμα μου, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν κολακεύει, σκληρός, απότομος, τραχύς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθώπευτος: 1) не слышащий лести: ἀθώπευτὁν σε γλώσσης ἀφήσω τῆς ἐμῆς Eur. мой язык не будет льстить тебе (или раболепствовать перед тобой);
2) не слушающий лести, т. е. неумолимый, неукротимый (θήρ Anth.).