ἄλπνιστος: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλπνιστος]], -η, -ον (Α) (υπερθ. του επιθ. <i>ἄλπνος</i> που απαντά μόνο ως σύνθετο, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔπαλ</i>-<i>πνος</i>)<br />γλυκύτατος, [[φίλτατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἄλπνιστος]] (σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] <i>ἄλπιστος</i>, [[χωρίς]] το [[πρόσφυμα]] -<i>ν</i>-) συνδέεται ετυμολογικά με τη [[ρίζα]] <i>αλπ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>Fαλπ</i>, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>Fελπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔλπομαι</i>, [[ἐλπίς]])]. | |mltxt=[[ἄλπνιστος]], -η, -ον (Α) (υπερθ. του επιθ. <i>ἄλπνος</i> που απαντά μόνο ως σύνθετο, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔπαλ</i>-<i>πνος</i>)<br />γλυκύτατος, [[φίλτατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἄλπνιστος]] (σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] <i>ἄλπιστος</i>, [[χωρίς]] το [[πρόσφυμα]] -<i>ν</i>-) συνδέεται ετυμολογικά με τη [[ρίζα]] <i>αλπ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>Fαλπ</i>, συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>Fελπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔλπομαι</i>, [[ἐλπίς]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλπνιστος:''' нежнейший (ζωᾶς [[ἄωτος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Sup. of ἄλπνος (only in compd. ἔπαλπνος, q.v.),
A sweetest, loveliest, Pi.I.5(4).12; cf. ἀλπαλέον (cod. -αῖον) · ἀγαπητόν, Hsch. (Cf. ἔλπω (ϝέλπω), Lat. volup.)
German (Pape)
[Seite 109] superl. von ἄλπνος (das nur in der Zusammensetzung ἔπαλπνος vorkommt), ζωᾶς ἄωτον Pind. I. 4, 14, süß, lieblich (die Ableitung ist zw., gew. von ἔλπω, ἀλφεῖν, θάλπω).
Greek (Liddell-Scott)
ἄλπνιστος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄλπνος, (ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἔπαλπνος, ὃ ἴδε) = ἥδιστος, γλυκύτατος, φίλτατος, Πινδ. Ι. 5. 14: Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀλπαλέον, (χειρόγρ. -αῖον), ἀγαπητόν· ἐκ τοῦ ἔλπω (Fέλπω) Λατ. volup.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très doux.
Étymologie: Sp. d’un adj. inusité ; cf. ἔπαλπνος, ἔλπω.
English (Slater)
ἄλπνιστος
1 sweetest (v. Wackernagel, Kl. Schr. 831) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (Σγρ.: ἀνέλπιστον codd. et lex.: ἄλπιστον Calliergus: τὸν ἥδιστον καὶ προσηνέστατον. Σ.) (I. 5.12)
Spanish (DGE)
-η, -ον
sup. agradabilísimo, sublime ζωᾶς ἄωτον ... τὸν ἄλπνιστον Pi.I.5.12.
• Etimología: De Ϝαλπ-, grado ø de *Ϝελπ-, cf. ἔλπω, ἐλπίς, q.u.
Greek Monolingual
ἄλπνιστος, -η, -ον (Α) (υπερθ. του επιθ. ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ-πνος)
γλυκύτατος, φίλτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα -ν-) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ- < Fαλπ, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας Fελπ- (πρβλ. ἔλπομαι, ἐλπίς)].
Russian (Dvoretsky)
ἄλπνιστος: нежнейший (ζωᾶς ἄωτος Pind.).