ἐξανασπάω: Difference between revisions
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξανασπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[αποσπώ]], [[ξεκολλώ]] από, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[κομματιάζω]], ξερριζώνω από, <i>χθονός</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐξανασπάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], [[αποσπώ]], [[ξεκολλώ]] από, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[κομματιάζω]], ξερριζώνω από, <i>χθονός</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξανασπάω:''' <b class="num">1)</b> вытаскивать, выдергивать (ἐλάτην χθονός Eur.);<br /><b class="num">2)</b> стаскивать, срывать (πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A tear away from, ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.85; βάθρων E. Ph.1132: tear up from, [ἐλάτην] χθονός Id.Ba.1110.
German (Pape)
[Seite 868] (s. σπάω), heraus- u. emporziehen, τινός, aus Etwas, Eur. Phoen. 1139 Bacch. 1108; ἐκ τῶν βάθρων Her. 5, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανασπάω: μέλλ. -άσω, ἐξάγω τι βιαίως ἐκ τῆς ἑαυτοῦ θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, ἐκριζόω, «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tirer du fond de : ἔκ τινος du fond de qch.
Étymologie: ἐξ, ἀνασπάω.
Spanish (DGE)
arrancar, extirpar c. gen. o ἐκ y gen. τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Hdt.5.85, πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρων E.Ph.1132, (ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονός E.Ba.1110.
Greek Monotonic
ἐξανασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ], αποσπώ, ξεκολλώ από, σε Ηρόδ., Ευρ.· κομματιάζω, ξερριζώνω από, χθονός, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανασπάω: 1) вытаскивать, выдергивать (ἐλάτην χθονός Eur.);
2) стаскивать, срывать (πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.).