γοάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γοάω:''' απαρ. <i>γοᾶν</i>, Επικ. [[γοήμεναι]], Επικ. μτχ. [[γοόων]], <i>-όωσα</i>· Επικ. παρατ. [[γόων]], Ιων. [[γοάασκεν]]· Επικ. αόρ. βʹ [[γόον]], μέλ. [[γοήσομαι]], μεταγεν. <i>γοήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγόησα</i> ([[γόος]]), [[θρηνώ]], [[βογγώ]], [[ολολύζω]], [[οδύρομαι]], [[στενάζω]], [[κλαίω]], σε Όμηρ.· με αιτ., [[θρηνώ]], [[μοιρολογώ]], [[θρηνολογώ]], [[κλαίω]] για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Μόσχ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., [[γοᾶται]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''γοάω:''' απαρ. <i>γοᾶν</i>, Επικ. [[γοήμεναι]], Επικ. μτχ. [[γοόων]], <i>-όωσα</i>· Επικ. παρατ. [[γόων]], Ιων. [[γοάασκεν]]· Επικ. αόρ. βʹ [[γόον]], μέλ. [[γοήσομαι]], μεταγεν. <i>γοήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐγόησα</i> ([[γόος]]), [[θρηνώ]], [[βογγώ]], [[ολολύζω]], [[οδύρομαι]], [[στενάζω]], [[κλαίω]], σε Όμηρ.· με αιτ., [[θρηνώ]], [[μοιρολογώ]], [[θρηνολογώ]], [[κλαίω]] για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Μόσχ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., [[γοᾶται]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''γοάω:''' эп.-поэт. [[γοόω]], тж. med.<br /><b class="num">1)</b> плакать, рыдать, стонать, вопить Hom., Trag., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> оплакивать (τι и τινα Hom., [[ἀμφί]] τινα Soph.): πανδάκρυτ᾽ ὀδύρματα τὴν [[Ἡράκλειον]] ἔξοδον γοωμένη Soph. горько оплакивающая уход Геракла.
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοάω Medium diacritics: γοάω Low diacritics: γοάω Capitals: ΓΟΑΩ
Transliteration A: goáō Transliteration B: goaō Transliteration C: goao Beta Code: goa/w

English (LSJ)

   A γοάει Mosch.3.88, -άουσι A.R.3.995, γοόωσι Q.S.2.648: Dor. 3pl. -άοντι Mosch.3.24; opt. γοάοιμεν Il.24.664; γοάοιεν Od. 24 190; Ep. inf. γοήμεναι Il.14.502; part. γοόων, -όωσα 6.373, etc.: Ep. impf. γόων Od.10.567 (γόον Il.6.500 may be aor.), Ion. γοάασκεν Od.8.92: Ep. fut. γοήσομαι Il.21.124, later γοήσω AP7.638 (Crin.), Nonn.D.2.137: aor. 1 ἐγόησα IG12(7).445 (Amorgos), AP7.599 (Jul.), 611 (Eutolm.):—Med., Trag. (v. infr.) and once in Prose, X.Cyr.4.6.9:—Pass., v. infr.:—groan, weep, Od.8.92, etc.: c. acc., bewail, Il.16.857, etc.; ὑπέρ τινος Mosch.4.83:—Med. (never in Hom. exc. in fut.), γοᾶσθε A.Pers.1072, cf. Ch.632; ὀδύρματα τὴν Ἡράκλειον ἔξοδον γοωμένην S.Tr.51; ἀμφί νιν γοώμενος ib.937:— Pass., γοᾶται A.Ch.632; μακρὰ γοηθείς AP7.371 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 499] wehklagen, jammern; τινά, beklagen, bejammern; Hom. oft, z. B. infin. γοήμεναι Iliad. 14, 502, opt. γοάοιμεν 24, 664, γοάοιεν Odyss. 24, 190, particip. γοῶντες Iliad. 18, 315, γοόωντας Odyss. 10, 209, γοόωσα Iliad. 16, 857, γοόων Odyss. 11, 196 var. lect. ποθέων, s. Scholl., imperf. γόων Odyss. 10, 567, imperf. oder aorist. 2 γόον Iliad. 6, 500, γοάασκεν Odyss. 8, 92, fut. γοήσεται Iliad. 21, 124. 22, 353. – Sp. D. – Med., Tragg., z. B. Aesch. Pers. 1072 Soph. Tr. 51 Eur. Troad. 289; in Prosa Xen. Cyr. 4, 6, 9 γοωμένη. – Pass. γοηθείς Crinag. 43 (VII, 371), beklagt; so auch γοᾶται Aesch. Ch. 623.

Greek (Liddell-Scott)

γοάω: γοάει,-άουσι Ἀπολλ. Ρόδ., κτλ.· Δωρ. γ΄ πληθ. –άοντι Μόσχ. 3. 24· εὐκτ. γοάοιεν (Βεκκ. –όῳεν) Ὅμ.· γοᾶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 676, Ἐπ. γοήμεναι Ἰλ. Ξ. 502· μετοχ. γοόων, -όωσα Ζ. 373, κτλ.· Ἐπ. παρατ. γόων Ὀδ. Κ. 567, Ἰων. γοάασκεν Ὀδ. Θ. 92· Ἐπ. ἀόρ. β΄ γόον Ἰλ. Ζ. 500· μέλλ. γοήσομαι Ὅμ., μεταγεν. γοήσω Ἀνθ. Π. 7. 638, Νόνν.· ἀόρ. α΄ ἐγόησα Ἀνθ. Π. 7. 599, 611.― Μέσ., Τραγ., Ξεν. Κύρ. 4. 6, 9 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρὰ πεζοῖς).― Παθ., ἴδε κατωτέρω (ἴδε γόος). Στενάζω, πενθῶ, θρηνῶ γοερῶς, Ὅμ.· ― μετ’ αἰτ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, κλαίω διά τινα, Ἰλ. Π. 857, κτλ.· ὑπέρ τινος Μόσχ. 4. 83· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ (οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. εἰμὴ κατὰ μέλλ.), γοᾶσθε Αἰσχύλ. Πέρσ. 1072, πρβλ. Herm. Χο. 622 (632)· γοᾶσθέ τι ὀδύρματα Σοφ. Τρ. 51· ἀμφί νιν γοώμενος αὐτόθι 937.― Παθ., γοᾶται Αἰσχύλ. Χο. 632· γοηθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 371.

French (Bailly abrégé)

γοῶ;
gémir, se lamenter : τι sur qch ; Pass. être pleuré;
Moy. γοάομαι-ῶμαι gémir, se lamenter : ἀμφί τινα, sur le sort de qqn ; avec double acc. : πανδάκρυτ’ ὀδύρματα τὴν Ἡράκλειον ἔξοδον SOPH déplorer le départ d’Héraclès avec des gémissements et des larmes abondantes.
Étymologie: γόος.

English (Autenrieth)

(γόος), inf. γοήμεναι, part. γοόων, γοόωντες (γοῶντες), ipf. γόον, γόων, iter. γοάασκεν, fut. γοήσεται: wail, esp. in lamentation for the dead; w. acc., bewail, τινά, Il. 6.500, etc.; πότμον, Il. 16.857.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. c. diéct. γοόωσι Q.S.2.648, dór. γοάοντι Mosch.3.24, inf. γοήμεναι Il.14.502, chipr. γοᾶναι Hsch.γ 770, part. γοόωσα Il.6.373; impf. 3a plu. γόον Il.6.500, γόων Od.10.567, iter. γοάασκεν Od.8.92, γόασκε h.Ven.209, 216]
1 c. ac. de pers. llorar, hacer el lamento fúnebre en el duelo ritual debido a los muertos (cf. γόος): κ' αὐτὸν ἐνὶ μεγάροις γοάοιμεν Il.24.664, cf. 14.502, Od.24.190, IG 12(7).445.12 (Amorgos III d.C.), αἱ μὲν ἔτι ζωὸν γόον Ἕκτορα Il.6.500, Ἄκρα μὲν γοάει σε Mosch.3.87, νέκυν οὐ σέο ... γοήσειν ἤλπισα AP 7.638 (Crin.), cf. 5.237 (Agath.), en v. pas. μακρὰ γοηθείς Ἴναχος AP 7.371 (Crin.), v. med. mismo sent. οὐδέ σε μήτηρ ... γοήσεται Il.21.124, c. rég. prep. ἀμφί νιν γοώμενος S.Tr.937
abs. iniciar el canto fúnebre, plañir γοᾶσθ' ἁβροβάται A.Pers.1073.
2 c. ac. de pers. o cosa llorar por sin ref. al duelo fúnebre ἡμέας ... γοάουσι A.R.3.995, ἐμὰ λέκτρα Nonn.D.2.137, iter. τὸν δὴ ἔπειτα γόασκε διαμπερές h.Ven.209, cf. 216
en v. med. γοᾶτο δ' εὐνάς S.OT 1249, γοᾶσθέ μ', ὦ γυναῖκες Ar.Th.1036, cf. E.Tr.289, c. rég. prep. ὑπὲρ τέκνου γοάασθαι ... δυσπαθέοντος Mosch.4.83
abs. llorar, sollozar, gemir ἥ γε ξὺν παιδὶ ... ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε Il.6.373, ἑζόμενοι δὲ ... γόων τίλλοντό τε χαίτας Od.10.567, cf. Thgn.264, Mosch.3.24, Q.S.l.c.
en uso metáf. τίς λίθος οὐκ ἐγόησεν, ὅτ' ἐξήρπαξεν ἐκείνην ... Ἀίδης; AP 7.599 (Iul.Aegypt.)
iter. sollozar repetidamente ἂψ Ὀδυσσεὺς ... γοάασκεν Od.8.92
c. ac. de abstr. lamentar, gemir por ψυχὴ ... ὃν πότμον γοόωσα Il.16.857, γοάει τε καὶ ἣν ὀλοφύρεται ἄτην Opp.H.3.407, c. ac. int. ἐγόησαν ἴσον γόον AP 7.611 (Eutolm.), πολλὰ γοωμένη X.Cyr.4.6.9, c. ac. compl. dir. e int. πανδάκρυτ' ὀδύρματα τὴν Ἡράκλειον ἔξοδον γοωμένην S.Tr.51, en v. pas. γοᾶται δὲ δὴ τόδ' ἓν (κακόν) κατάπτυστον A.Ch.632
en v. med. mismo sent. πύργων δυστυχεῖς κατασκαφὰς ... γοωμένη Lyc.972.

• Etimología: v. γόος.

Greek Monotonic

γοάω: απαρ. γοᾶν, Επικ. γοήμεναι, Επικ. μτχ. γοόων, -όωσα· Επικ. παρατ. γόων, Ιων. γοάασκεν· Επικ. αόρ. βʹ γόον, μέλ. γοήσομαι, μεταγεν. γοήσω, αόρ. αʹ ἐγόησα (γόος), θρηνώ, βογγώ, ολολύζω, οδύρομαι, στενάζω, κλαίω, σε Όμηρ.· με αιτ., θρηνώ, μοιρολογώ, θρηνολογώ, κλαίω για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπέρ τινος, σε Μόσχ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., γοᾶται, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γοάω: эп.-поэт. γοόω, тж. med.
1) плакать, рыдать, стонать, вопить Hom., Trag., Xen.;
2) оплакивать (τι и τινα Hom., ἀμφί τινα Soph.): πανδάκρυτ᾽ ὀδύρματα τὴν Ἡράκλειον ἔξοδον γοωμένη Soph. горько оплакивающая уход Геракла.