φυλακικός: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῠλᾰκικός:''' -ή, -όν, διατεθειμένος να τηρεί ή να φυλάει, [[επιμελής]], [[προσεκτικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''φῠλᾰκικός:''' -ή, -όν, διατεθειμένος να τηρεί ή να φυλάει, [[επιμελής]], [[προσεκτικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠλᾰκικός:''' умеющий нести охрану (τινος Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A watchful, careful, Pl.R.375e, 456a, al.; -ώτατοι πόλεως ib.412c; ἡ -κή (sc. τέχνη) ib.428d. 2 disposed to observe, δόγματος ib.412e.
German (Pape)
[Seite 1313] zum Bewachen gehörig, geschickt, Plat. Rep. II, 375 e, u. superl., ἆρ' οὐ φυλακικωτάτους πόλεως αὐτοὺς δεῖ εἶναι, III, 412 c.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλᾰκικός: -ή, -όν, ἄγρυπνος, προσεκτικός, ἐπιμελής, Πλάτ. Νόμ. 375Ε, 456Α, κ. ἀλλ.· φυλακικώτατοι πόλεως αὐτόθι C· ἡ φυλακικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) αὐτόθι 428D. 2) διατεθειμένος νὰ τηρῇ ἢ φυλάττῃ, μετὰ γεν., δόγματος αὐτόθι 412Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de garde, propre à veiller sur, gén. ; ἡ φυλακική (ἐπιστήμη) l’art de faire bonne garde;
2 disposé à observer;
Sp. φυλακικώτατος.
Étymologie: φυλακή.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φύλαξ, -ακος]
1. αυτός που έχει οριστεί να φυλάγει, να τηρεί κάτι
2. προσεκτικός, πρόθυμος να τηρεί κάτι.
Greek Monotonic
φῠλᾰκικός: -ή, -όν, διατεθειμένος να τηρεί ή να φυλάει, επιμελής, προσεκτικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φῠλᾰκικός: умеющий нести охрану (τινος Plat.).