ὦχρος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὦχρος:''' -ου, ὁ, [[χλώμιασμα]], [[ωχρότητα]], ως επί το πλείστον το ωχρό [[χρώμα]] που προκαλείται από φόβο· [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε [[παρειάς]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὦχρος:''' -ου, ὁ, [[χλώμιασμα]], [[ωχρότητα]], ως επί το πλείστον το ωχρό [[χρώμα]] που προκαλείται από φόβο· [[ὦχρος]] δέ μιν εἷλε [[παρειάς]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὦχρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> восковая бледность, бледная желтизна Hom., Luc., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> бот. чина (Lathyrus [[cicera]]) или горох (Pisum ochrus) Arst., Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ (cf. Hdn.Gr.2.39),
A paleness, wanness, esp. the pale hue of fear, once in Hom., ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς Il.3.35; also in Luc.JTr.1 (adapting Hom.) and late Poets, as An drom. ap. Gal. 14.35, AP5.258 (Paul.Sil.). II birds' pease, Lathyrus Ochrus, Antiph.301, Arist.HA627b17(pl.), Thphr.HP8.3.1, al., CP4.2.2, D.L.2.139.
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, 1) Blässe, Bleichheit, bes. die blasse Farbe eines Erschrockenen, Il. 3, 35, wo es Buttm. für ein neutr. τὸ ὦχρος nahm. – 2) ein hülfentragendes Gewächs und seine blaßgelbe Schote, ervilia, Antiphan. bei Ath. II, 63 a u. Alexis ib. 55 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὦχρος: -ου, ὁ ὡς τὸ ὠχρότης, μάλιστα τὸ ὠχρὸν χρῶμα τὸ προελθὸν ἐκ φόβου, ἅπαξ παρ’ Ὀμ., ὦχρος δέ μιν εἷλε παρειὰς (πρβλ. χλωρὸν δέος) Ἰλ. Γ. 350· ἀκολούθως παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀνδρ. παρὰ Γαλην. 13. 875, Ἀνθ. Π. 5. 259, κ. ἀλλ.· ἄχροος.. ὦχρος Τζέτζ. Ὅμ. 367. ΙΙ. εἶδος ὀσπρίου, Pisum ochrys, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 2, 2, Διογ. Λ. 2. 139. -Τὸ γένος τοῦ ὀνόματος τούτου ἐν τῇ σημασ. Ι. δὲν εἶναι ὡρισμένον ἐκ χωρίου τινός, ἐν τῇ σημασ. ΙΙ. εἶναι ἀρσεν. ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 couleur jaune ou pâle, pâleur;
2 ers, plante légumineuse (lathyrus cicera L.).
Étymologie: ὠχρός.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ὦχρος: -ου, ὁ, χλώμιασμα, ωχρότητα, ως επί το πλείστον το ωχρό χρώμα που προκαλείται από φόβο· ὦχρος δέ μιν εἷλε παρειάς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὦχρος: ὁ1) восковая бледность, бледная желтизна Hom., Luc., Anth.;
2) бот. чина (Lathyrus cicera) или горох (Pisum ochrus) Arst., Diog. L.