εἰλεός: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰλεός:''' ὁ ([[εἰλέω]]), [[κρύπτη]], [[φωλιά]] άγριου ζώου, [[τρύπα]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''εἰλεός:''' ὁ ([[εἰλέω]]), [[κρύπτη]], [[φωλιά]] άγριου ζώου, [[τρύπα]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰλεός:''' и [[ἰλεός]], тж. [[εἰλυός]] ὁ нора Theocr.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλεός Medium diacritics: εἰλεός Low diacritics: ειλεός Capitals: ΕΙΛΕΟΣ
Transliteration A: eileós Transliteration B: eileos Transliteration C: eileos Beta Code: ei)leo/s

English (LSJ)

or ἰλεός, ὁ, (εἰλέω)

   A intestinal obstruction, Hp.Aph.3.22, Aret. SA2.6, v. l. (-ειοῖο) in Nic.Al.597, etc.; distd. fr. χορδαψός, Diocl.Fr. 73; of other diseases, as nephritis, Hp.Int.44; εἰ. ἰκτερώδης jaundice, ib.45; εἰ. αἱματίτης scurvy, ib.46, cf. Lyc. ap. Orib.8.28.1, etc.; staggers, Arist.HA604a30.    II lurking-place, den, hole, εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Theoc.15.9.    III = ἐλεός, butcher's block, Eust.749.7.    IV a kind of vine, Hippys 7.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλεός: ἢ ἰλεός, ὁ, (εἰλέω) νόσος δεινὴ τῶν ἐντέρων, προερχομένη ἐκ περιπλοκῆς αὐτῶν, Λατ. ileus volvulus, Ἱππ. Ἀφ. 1248, κτλ. πρβλ. στρόφος. ΙΙ. φωλεὸς θηρίου, «τρῦπα», εἰλεόν, οὐκ οἴκησιν Θεόκρ. 15. 9· ἴδε εἰλυός. ΙΙΙ. = ἐλεός, μαγειρικὴ τράπεζα, Εὐστ. 749. 7. IV. εἶδος οἴνου, Ἀθήν. 31Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
trou de serpents (retraite où s’enroule l’animal).
Étymologie: εἴλω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 medic. íleo n. aplicado a diferentes tipos de cólicos agudos, en plu., Hp.Aph.3.22, Int.44, Lycus en Orib.8.28.1
en los caballos, Arist.HA 604a30, εἰ. ἰκτεριώδης íleo ictérico Hp.Int.45, εἰ. αἱματίτης íleo sanguíneo Hp.Int.46
inflamación intestinal Aret.SA 2.6.1, Diocl.Fr.73, Gal.7.69, 10.82.
2 bot., un tipo de vid Hippys 4.
3 v. 1 ἐλεός.

Greek Monolingual

και ιλεός, ο (AM εἰλεός και ἰλεός)
1. το κατώτατο τμήμα του λεπτού εντέρου
2. διακοπή της κυκλοφορίας του εντερικού περιεχομένου που προκαλείται από αποφρακτική συστροφή του εντέρου
αρχ.
1. φωλιά, τρύπα άγριου ζώου
2. ελεός, τραπέζι του μάγειρα
3. είδος κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ειλεός «στροφή», η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «ειλεός
η του θηρίου κατάδυσις και στρόφος», όσο και ο παράλληλος τ. ιλεός, του οποίου το αρχικό ι οφείλεται είτε σε επίδραση του ίλλω (πρβλ. είλιγγος-, ίλιγγος) είτε σε ιωτακισμό, συνδέονται με το ειλώ (2). Με τη σημασία «φωλιά ζώου» η λ. συνδέεται με το ειλύω (πρβλ. ειλυθμός, ειλυός, πιθ. μεταπλασμένος τ. του ειλεός). Στο ειλεός απαντά επίθημα -εός (πρβλ. κολεός, φωλεός)].

Greek Monotonic

εἰλεός: ὁ (εἰλέω), κρύπτη, φωλιά άγριου ζώου, τρύπα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εἰλεός: и ἰλεός, тж. εἰλυός ὁ нора Theocr.