δακρυτός: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δακρῡτός:''' -όν ([[δακρύω]]), [[πολυδάκρυτος]], [[αξιοδάκρυτος]], [[αξιολύπητος]], σε Αισχύλ., Ανθ. | |lsmtext='''δακρῡτός:''' -όν ([[δακρύω]]), [[πολυδάκρυτος]], [[αξιοδάκρυτος]], [[αξιολύπητος]], σε Αισχύλ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δακρῡτός:''' <b class="num">1)</b> стоивший многих слез (ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> заставляющий плакать, достойный слез, ужасный (sc. πήματα Eur.; [[μόρον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 31 December 2018
English (LSJ)
όν (ή, όν J.AJ4.8.48),
A wept over, tearful, ἐλπίς A.Ch. 236; μόρος AP7.495 (Alc.); ἀπαλλαγή J.l.c.: irreg. Sup. δακρυώτατος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δακρῡτός: -όν, ἀξιοδάκρυτος, πολυδάκρυτος, ἐλπὶς Αἰσχύλ. Χο. 236· μόρος Ἀνθ. Π. 7. 490. Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. δακρυώτατος παρ’ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 pleuré;
2 qu’il faut pleurer, déplorable.
Étymologie: adj. verb. de δακρύω.
Spanish (DGE)
(δακρῡτός) -ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν IG 13.1295bis.6 (V a.C.)]
1 llorado δ. ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου llorada esperanza de una semilla salvadora de Orestes, A.Ch.236, πᾶσιν δ. Δημήτριος FAmyzon 65.2 (II a.C.), ἠρία AP 7.180 (Apollonid.).
2 que hace llorar, deplorable (τάδ' ἔργα φόνια) ... δακρύτ' ἄγαν E.El.1182, μνήμη IG l.c., ἄχος CEG 153.2 (Amorgos V a.C.), ἠιθέων δ. ἅπας μόρος toda muerte de jóvenes es deplorable, AP 7.495 (Alc.Mess.), ποιεῖν ... δακρυτὴν τὴν ἀπαλλαγήν I.AI 4.323.
Greek Monolingual
δακρυτός, -ή, -όν και δακρυτός, -όν (Α) δακρύω
εκείνος για τον οποίο δακρύζει κανείς.
Greek Monotonic
δακρῡτός: -όν (δακρύω), πολυδάκρυτος, αξιοδάκρυτος, αξιολύπητος, σε Αισχύλ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δακρῡτός: 1) стоивший многих слез (ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου Aesch.);
2) заставляющий плакать, достойный слез, ужасный (sc. πήματα Eur.; μόρον Anth.).