ἐπικαταίρω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταίρω:''' αμτβ., [[ορμώ]], [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπικαταίρω:''' αμτβ., [[ορμώ]], [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαταίρω:''' досл. опускаться, перен. набрасываться (νεκροῖς [[ὥσπερ]] [[ὄρνις]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταίρω Medium diacritics: ἐπικαταίρω Low diacritics: επικαταίρω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΙΡΩ
Transliteration A: epikataírō Transliteration B: epikatairō Transliteration C: epikatairo Beta Code: e)pikatai/rw

English (LSJ)

intr.,

   A swoop down upon, νεκροῖς ὥσπερ ὄρνιν Plu.Pomp.31.

German (Pape)

[Seite 946] darüber herfallen, νεκροῖς ὥςπερ ὄρνιν ἐπικαταίρειν Plut. Pomp. 31 E.

French (Bailly abrégé)

s’abattre sur.
Étymologie: ἐπί, καταίρω.

Greek Monolingual

ἐπικαταίρω (Α)
επιτίθεμαι από ψηλά εναντίον κάποιου, όπως τα σαρκοβόρα όρνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ-αίρω «εφορμώ»].

Greek Monotonic

ἐπικαταίρω: αμτβ., ορμώ, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταίρω: досл. опускаться, перен. набрасываться (νεκροῖς ὥσπερ ὄρνις Plut.).