προσαναπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστίwithout health life is no-life, without health life is unlivable

Source
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σε [[συμπόσιο]]) ανακλίνομαι, [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] [[κοντά]] σε άλλους ή [[μαζί]] με άλλους, [[παρακάθημαι]] σε [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> (για βραχίονα καταπέλτη) [[χτυπώ]] [[πάλι]] [[κατά]] την [[οπισθοδρόμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπίπτω]] «ανακλίνομαι, [[ξαπλώνω]] για το [[δείπνο]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σε [[συμπόσιο]]) ανακλίνομαι, [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] [[κοντά]] σε άλλους ή [[μαζί]] με άλλους, [[παρακάθημαι]] σε [[τραπέζι]]<br /><b>2.</b> (για βραχίονα καταπέλτη) [[χτυπώ]] [[πάλι]] [[κατά]] την [[οπισθοδρόμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπίπτω]] «ανακλίνομαι, [[ξαπλώνω]] για το [[δείπνο]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''προσαναπίπτω:''' опускаться рядом (на застольное ложе) Polyb.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναπίπτω Medium diacritics: προσαναπίπτω Low diacritics: προσαναπίπτω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: prosanapíptō Transliteration B: prosanapiptō Transliteration C: prosanapipto Beta Code: prosanapi/ptw

English (LSJ)

   A recline by or with others at meals, Plb.30.26.6 (ap.D.S.31.16).

German (Pape)

[Seite 749] (s. πίπτω), dabei zurückfallen, sich dabei lagern, bes. mit Andern am Tische, Pol. 31, 4, 6, dem προσκαθίζω entsprechend.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναπίπτω: ἀνακλίνομαι πλησίον ἄλλων ἢ μετ’ ἄλλων (ἐν συμποσίῳ) Πολύβ. 31. 4, 6.

Greek Monolingual

Α
1. (σε συμπόσιο) ανακλίνομαι, ξαπλώνω σε ανάκλιντρο κοντά σε άλλους ή μαζί με άλλους, παρακάθημαι σε τραπέζι
2. (για βραχίονα καταπέλτη) χτυπώ πάλι κατά την οπισθοδρόμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναπίπτω «ανακλίνομαι, ξαπλώνω για το δείπνο»].

Russian (Dvoretsky)

προσαναπίπτω: опускаться рядом (на застольное ложе) Polyb.