κακόχαρτος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκόχαρτος:''' -ον ([[χαίρω]]), αυτός που χαίρεται για τα [[ξένα]] βάσανα, [[χαιρέκακος]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''κᾰκόχαρτος:''' -ον ([[χαίρω]]), αυτός που χαίρεται για τα [[ξένα]] βάσανα, [[χαιρέκακος]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκόχαρτος:''' радующийся чужому горю, злорадный Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A rejoicing in evil, Ἔρις, ζῆλος, Hes.Op.28, 196, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1305] der sich über Anderer Unglück freu't, schadenfroh, Hes. O. 28. 193. Nach Andern auch = worüber sich Böse freuen.
Greek (Liddell-Scott)
κακόχαρτος: -ον, χαιρέκακος, χαίρων ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις κακοῖς, Ἔρις κακόχαρτος, «ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς κακοῖς, ἢ ἐν ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 28. 194.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se réjouit du malheur d’autrui.
Étymologie: κακός, χαίρω.
Greek Monolingual
κακόχαρτος, -ον (Α)
αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)].
Greek Monotonic
κᾰκόχαρτος: -ον (χαίρω), αυτός που χαίρεται για τα ξένα βάσανα, χαιρέκακος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόχαρτος: радующийся чужому горю, злорадный Hes.