παρανάλωμα: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρᾰνάλωμα:''' -ατος, τό, ανώφελη [[κατανάλωση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρᾰνάλωμα:''' -ατος, τό, ανώφελη [[κατανάλωση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρᾰνάλωμα:''' ατος (νᾱ) τό бесполезная трата, расточение (π. [[μέγα]] τοῦ πολέμου Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰνᾱλωμα Medium diacritics: παρανάλωμα Low diacritics: παρανάλωμα Capitals: ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ
Transliteration A: paranálōma Transliteration B: paranalōma Transliteration C: paranaloma Beta Code: parana/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A useless expense, waste, Plu.Pyrrh.30, Cic. 17 ; χρόνου Ael. VH1.17 ; incidental waste, J.BJ4.5.2, 5.1.3 ; of persons, π. γινόμενοι perishing incidentally, Aesop.345, cf. Demad.2 ; μὴ π. γένηται τελευτήσαντος αὐτοῦ lest his death should involve that of... Ph.2.519 ; ἐπ' οὐδενὶ λυσιτελεῖ παρανάλωμα γενησόμενοι ib.600.

German (Pape)

[Seite 491] τό, das daneben, auf verkehrte Weise. ohne Nutzen Verwendete, unnützer Nebenaufwand, Plut. Pyrrh. 30; D. Sic. 14, 5: Ael. V. H. 4. 18 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰνάλωμα: τό, τὸ ἀνωφελῶς ἢ περιττῶς ἀναλωθέν, καὶ τὸ πάρεργον ἀνάλωμα, τοῦ πολέμου Πλουτ. Πύρρ. 30, κτλ.· χρόνου Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 17· - ἐπὶ προσώπου, βάρος μόνον καὶ μηδὲν ἄλλο, ἄχθος, φορτίον, Δημάδης 178. 35, πρβλ. Wessel. εἰς Διόδ. 14. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépense faite mal à propos ou en pure perte.
Étymologie: παραναλίσκω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραναλίσκω / παραναλόω]
αυτό που ανώφελα, χωρίς λόγο καταναλώθηκε ή αυτό που άδικα καταστράφηκε
νεοελλ.
φρ. «έγινε παρανάλωμα φωτιάς» — κάηκε εντελώς, καταστράφηκε τελείως, έγινε ολοκαύτωμα
αρχ.
1. αυτό που τυχαία δαπανήθηκε
2. φρ. «παρανάλωμα γίνομαι»
(για πρόσ.) καταστρέφομαι μάταια, αφανίζομαι ανώφελα.

Greek Monotonic

παρᾰνάλωμα: -ατος, τό, ανώφελη κατανάλωση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰνάλωμα: ατος (νᾱ) τό бесполезная трата, расточение (π. μέγα τοῦ πολέμου Plut.).