διατρεπτικός: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διατρεπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[αποτρεπτικός]], μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς [[εἶναι]] [[λόγος]]», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[διατρεπτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[αποτρεπτικός]], μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς [[εἶναι]] [[λόγος]]», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διατρεπτικός:''' отклоняющий, отговаривающий, разубеждающий ([[λόγος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A dissuasive, λόγος Plu.2.788f.
German (Pape)
[Seite 607] ή, όν, bewegend, abmahnend; λόγος Plut. an. sen. resp. ger. 9.
Greek (Liddell-Scott)
διατρεπτικός: -ή, -όν, μεταπειστικός, ἀποτρεπτικός, Πλούτ. 2. 788F.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à détourner, à dissuader.
Étymologie: διατρέπω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 disuasorio λόγος Plu.2.788f
•sup. neutr. plu. como adv. διατρεπτικώτατα de forma totalmente disuasoria δυσωπεῖ Clem.Al.Strom.2.10.47.
2 adv. -ῶς dando vueltas, rodando glos. a περιστροφάδην Sch.Opp.H.5.146.
Greek Monolingual
διατρεπτικός, -ή, -όν (Α)
αποτρεπτικός, μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς εἶναι λόγος», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
διατρεπτικός: отклоняющий, отговаривающий, разубеждающий (λόγος Plut.).