ὀβριμοεργός: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀβρῐμοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που βιαιοπραγεί, [[ανόσιος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀβρῐμοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που βιαιοπραγεί, [[ανόσιος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀβρῐμοεργός:''' дерзновенный, нечестивый, преступный Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 09:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρῐμοεργός Medium diacritics: ὀβριμοεργός Low diacritics: οβριμοεργός Capitals: ΟΒΡΙΜΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: obrimoergós Transliteration B: obrimoergos Transliteration C: ovrimoergos Beta Code: o)brimoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A doing strong deeds, but always in bad sense, doing deeds of violence or wrong, esp. against the gods, σχέτλιος, ὀ. Il.5.403 ; ἀτάσθαλον, ὀ. 22.418, cf. Hes.Th.996, Callin.3.

German (Pape)

[Seite 289] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρῐμοεργός: -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα ἄδικος, ἰδίως ἐναντίον τῶν θεῶν, ἀνόσιος, σχέτλιος, ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui agit avec force ou violence, particul. hardi, audacieux, terrible.
Étymologie: ὄβριμος, ἔργον.

English (Autenrieth)

(ϝέργον): worker of grave or monstrous deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.

Greek Monolingual

ὀβριμοεργός, -όν (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα
2. (κατ' επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιοςσχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -εργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ὀβρῐμοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που βιαιοπραγεί, ανόσιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀβρῐμοεργός: дерзновенный, нечестивый, преступный Hom., Hes.