διαπάλη: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπάλη:''' [ᾰ], ἡ, [[σκληρός]] [[αγώνας]], [[μάχη]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''διαπάλη:''' [ᾰ], ἡ, [[σκληρός]] [[αγώνας]], [[μάχη]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπάλη:''' (πᾰ) ἡ противоборство, борьба Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A hard struggle, διαπάλαι πολέμου Plu.Cor.2, cf. 2.50f.
German (Pape)
[Seite 593] ἡ, gegenseitiger Kampf, Plut. Coriol. 2.
Greek (Liddell-Scott)
διαπάλη: [ᾰ], ἡ, δεινὸς ἀγών, Πλούτ. Κορ. 2., 2. 50F.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lutte énergique.
Étymologie: διά, πάλη.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ pelea διαπάλαι πολεμίου Plu.Cor.2, cf. 2.50f.
Greek Monolingual
η
σκληρός και τραχύς αγώνας, έντονος ανταγωνισμός.
Greek Monotonic
διαπάλη: [ᾰ], ἡ, σκληρός αγώνας, μάχη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαπάλη: (πᾰ) ἡ противоборство, борьба Plut.