ποτιφωνήεις: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ποτιφωνήεις:''' ήεσσα, ῆεν дор. Hom. = [[προσφωνήεις]]. | |elrutext='''ποτιφωνήεις:''' ήεσσα, ῆεν дор. Hom. = [[προσφωνήεις]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποτιφωνήεις Dor., tot spreken in staat. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν, Ep. for προσφ-, Od.9.456.
German (Pape)
[Seite 690] dor. statt προσφωνήεις.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιφωνήεις: εσσα, εν, Δωρ. ἀντὶ προσφ-, ὡς καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 456.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui adresse la parole à, qui s’adresse à, capable de s’adresser à.
Étymologie: épq. p. *προσφωνήεις, v. προσφωνέω.
English (Autenrieth)
see προσφωνήεις.
εσσα, εν: capable of addressing, endued with speech, Od. 9.456†.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(επικ. τ.) προσφωνήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φωνήεις (< φωνή)].
Greek Monotonic
ποτιφωνήεις: -εσσα, -εν, Δωρ. αντί προσφωνήεις, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ποτιφωνήεις: ήεσσα, ῆεν дор. Hom. = προσφωνήεις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιφωνήεις Dor., tot spreken in staat.