προσκύνησις: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκύνησις:''' ἡ, [[λατρεία]], [[προσκύνημα]], [[υπόκλιση]], σε Αριστ., Πλούτ.
|lsmtext='''προσκύνησις:''' ἡ, [[λατρεία]], [[προσκύνημα]], [[υπόκλιση]], σε Αριστ., Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσκύνησις -εως, ἡ [προσκυνέω] eerbetoon.
}}
}}

Revision as of 10:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκῠνησις Medium diacritics: προσκύνησις Low diacritics: προσκύνησις Capitals: ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ
Transliteration A: proskýnēsis Transliteration B: proskynēsis Transliteration C: proskynisis Beta Code: prosku/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A adoration, obeisance, Pl.Lg.887e (pl.); τὰ βαρβαρικά, οἷον προσκυνήσεις Arist.Rh.1361a36, cf. Phld.Piet.69 (pl.), Plu.Alex.54, Arr.An.4.11.8; π. καὶ ἀσπασμός (in a petitioner's letter) PFlor.296.57 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 771] ἡ, das Verehren, Anbeten; Plat. Legg. X, 887 e; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προσκύνησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 887Ε· τὰ βαρβαρικά, οἷον προσκυνήσεις καὶ ἐκστάσεις Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9, πρβλ. πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 54.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prosternation, adoration.
Étymologie: προσκυνέω.

Greek Monotonic

προσκύνησις: ἡ, λατρεία, προσκύνημα, υπόκλιση, σε Αριστ., Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκύνησις -εως, ἡ [προσκυνέω] eerbetoon.